Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

Ήθελα σε αυτό το τεύχος να γράψω μερικές σκέψεις για το ζήτημα των μεταναστών στη χώρα μας και ειδικότερα στην πόλη μας, για το φόβο (ή τα άλλα αισθήματα, όπως η συμπόνια) που προκαλούν, για τις εκδηλώσεις ρατσισμού (αλλά και αντι-ρατσισμού) των συμπατριωτών μας. Μεσολάβησαν δυο γεγονότα: πρώτα μια αντιρατσιστική εκδήλωση που οργάνωσε η δραστήρια ομάδα του Copyleft, μια υπέροχη ομάδα νέων – από τους ελάχιστους που μας εκπλήσσουν ευχάριστα και μας δημιουργούν ελπίδες μέσα στη μαυρίλα των μηνυμάτων που εκπέμπονται από το χώρο των νέων της χώρας μας, έτσι όπως είναι εγκλωβισμένοι στην ιδιώτευση, στην αποχή από τα κοινά και στο όραμα της προσωπικής δήθεν «επιτυχίας» που τους έχουν εμπνεύσει οι γονείς τους. Μετά ήρθε το γκρέμισμα με μπουλντόζες από τη Δημοτική Αρχή Σικυωνίων του καταυλισμού μεταναστών στην περιοχή Αγ. Νικόλαου, την Τρίτη 27 Οκτωβρίου.
Τα δυο αυτά γεγονότα με βοήθησαν να οργανώσω καλύτερα τη σκέψη μου και τα αισθήματά μου. Γιατί το ζήτημα των μεταναστών δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει κανείς μόνο με το μυαλό ή μόνο με το συναίσθημα. Λειτούργησε και η μνήμη. Αυτήν, να μη τη χάσουμε ποτέ, γιατί αλλιώς χάνουμε την ψυχή μας.
Θυμήθηκα τους δικούς μας μετανάστες, «νόμιμους» και «παράνομους». Ανθρώπους φτωχούς (όπως οι γονείς και οι άλλοι συγγενείς μου), που πήραν το δρόμο της ξενιτιάς από ανάγκη, για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή, να ξεφύγουν από την εξαθλίωση που τους επιφύλασσε η πατρίδα μας. Ανθρώπους καταδιωγμένους από τη μοίρα και τις περιπέτειες του τόπου μας (εμφύλιος, δικτατορία), που οδηγήθηκαν από ανάγκη στην εξορία της ξένης γης. Αυτοί ήσαν πιο τυχεροί. Βρήκαν καλύτερη φιλοξενία, μακριά από την Ελλάδα, τη «χώρα της φιλοξενίας» - λέμε τώρα.
Οι μετανάστες, «λαθραίοι» (αλήθεια, τι πάει να πει «λαθραίοι»;) ή όχι, έφτασαν εδώ, πολλοί παίζοντας κορώνα-γράμματα τη ζωή τους, αφήνοντας μια πατρίδα που θα ήθελαν να ήταν μάνα, όχι μητριά. Θα προτιμούσαν, είμαι βέβαιος, να μείνουν στη χώρα τους, κοντά στους δικούς τους ανθρώπους, στους γονείς και τα αδέρφια τους, στη ζεστασιά της κοινότητάς τους, ν’ ακούνε τη γλώσσα τους, ν’ ακούνε τα τραγούδια τους, να χορεύουν τους χορούς τους. Θα το προτιμούσαν, αν η δική τους πατρίδα τους εξασφάλιζε τα στοιχειώδη που έχει δικαίωμα κάθε άνθρωπος στη ζωή: ειρήνη, ψωμί, δουλειά, εκπαίδευση, υγεία.
Φτάνουν εδώ αυτοί οι άνθρωποι, πολύ συχνά θύματα της «πολιτισμένης» Δύσης (βλ. Ιράκ, Αφγανιστάν, Αφρική κλπ), της απληστίας της και της εξαγριωμένης και εξαχρειωμένης επιθετικότητάς της, θέλοντας όχι να τους ταϊσουμε τζάμπα, αλλά να βρουν ειρήνη και δουλειά, να βάλουν μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους, να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Το τι βρίσκουν συνήθως είναι γνωστό: το βλοσυρό, καχύποπτο βλέμμα, την αποστροφή, την επιθετικότητα, τις μπουλντόζες να γκρεμίζουν τη χάρτινη ή τσίγκινη στέγη που στήνουν «αυθαίρετα». Υπάρχουν, βέβαια, και άλλοι συμπατριώτες μας που τους συμπονούν, τους συμπαρίστανται, τους βοηθούν. Φοβάμαι πως είναι οι πολύ λιγότεροι.
Mε τι ευκολία, κύριοι της όποιας εξουσίας, γκρεμίζετε με τις μπουλντόζες σας την «αυθαίρετη» ψεύτικη στέγη που στήνουν αυτοί οι εξαθλιωμένοι, απελπισμένοι, δίχως στον ήλιο μοίρα, χωρίς να αναρωτηθείτε τι θα απογίνουν αυτοί οι άνθρωποι (άνθρωποι!), αυτές οι γυναίκες, αυτά τα παιδιά. Όμως δεν σας είδα ποτέ να γκρεμίζετε την αυθαίρετη βίλα του πλούσιου καταπατητή, που πάει και τη χτίζει στη θάλασσα πλάϊ στο κύμα, στο καμένο δάσος, στη δημόσια (δική μας, όλων των Ελλήνων) γη, ξέροντας πως κάθε εξουσία είναι τελικά μαζί του – στο άψε-σβήσε θα του πάει και δρόμο και ηλεκτρικό και τηλέφωνο.
Προκαλώ τον καθένα συμπατριώτη μας που κοιτάζει εχθρικά, με δυσπιστία και με οργή, αυτούς τους ανθρώπους, να ξεχάσει για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, ότι ζει στην πατρίδα του, ότι έχει οικογένεια, στέγη να περάσει τη νύχτα, λεφτά να τραφεί. Να δει τον εαυτό του μόνο μέσα στη νύχτα, στη βροχή και το κρύο, άστεγο, άφραγκο, πεινασμένο, χωρίς ένα φίλο, σε μια χώρα που δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα της, που τον παίρνει στο κυνήγι διώχνοντάς τον σαν ανεπιθύμητο. Ίσως καταλάβει έτσι πώς ζουν αυτοί οι άνθρωποι που αυτός κοιτάζει εχθρικά, με δυσπιστία και με οργή.
Κι όμως η ζωή θριαμβεύει. Κοιτάξτε τους Αλβανούς. Έτσι ήρθαν στην Ελλάδα. «Λαθραίοι», κυνηγημένοι, ανεπιθύμητοι. Ήρθαν, κι οι περισσότεροι ρίζωσαν, βοήθησαν με τη δουλειά τους την αγροτική και, γενικότερα, την εθνική οικονομία, συνεισφέροντας σημαντικά στο εθνικό εισόδημα και στην αποφυγή της πλήρους κατάρρευσης των ασφαλιστικών ταμείων! Τα παιδιά τους αριστεύουν στα Ελληνικά σχολεία και θα γίνουν ίσως οι πιο άξιοι Έλληνες! Είναι οι καλύτεροι πελάτες των μαγαζιών της πόλης μας, συνεισφέροντας ακόμα και το 50% του τζίρου τους! Και δίνουν δουλειά (ναι, αυτοί!) στους Έλληνες!
Κι όσο για την παραβατική συμπεριφορά, δεν είναι χειρότεροι αυτοί, οι πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι μετανάστες, από ό,τι οι δικοί μας. Και, βέβαια, ούτε σύγκριση με τα μεγάλα μαχαίρια και τα χρυσά κουτάλια, τους πρωθυπουργικούς φίλους και τους ομοτράπεζους, τα golden boys, τους χρυσοφόρους real estate καλόγερους, και τις τράπεζες που θησαυρίζουν ληστεύοντας.
Αυτά τα λίγα σχόλια, μονόπλευρα ίσως και όχι πολύ «ψύχραιμα». Τα άλλα, πιο ψύχραιμα και με ολόπλευρο κοίταγμα του σύνθετου προβλήματος του ρατσισμού και της μετανάστευσης και των πιθανών λύσεών του, θα τα βρείτε στα άρθρα που περιέχει το τεύχος αρ. 3 του Copyleft, αφιερωμένο στο πρόβλημα. Γιατί, ναι, το πρόβλημα είναι σύνθετο. Για παράδειγμα, ο καταυλισμός που γκρεμίστηκε δημιουργούσε πρόβλημα υγιεινής στο διπλανό σχολείο (και ακόμα μεγαλύτερο στους ίδιους τους κατοίκους του καταυλισμού). Κι ακόμα, έχουν αυξηθεί οι μικροκλοπές στην πόλη (προσωπικά έχω πέσει θύμα). Σας συνιστώ να ψάξετε να βρείτε αυτό το τεύχος του Copyleft. Περιέχει άρθρα που αναλύουν το πρόβλημα ώριμα και υπεύθυνα, που πολύ θα ήθελα να τα είχα υπογράψει εγώ.

Κώστας Παππής