Οι φετινές Δημοτικές Εκλογές διεξάγονται υπό τη σκιά της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που έχει γνωρίσει τις τελευταίες δεκαετίες η χώρα. Το γεγονός αυτό έχει διαστρεβλώσει σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα τους, αφού η μεγαλύτερη μερίδα της αντιπολίτευσης τις χαρακτηρίζει σαν «δημοψήφισμα για το μνημόνιο», ενώ η κυβέρνηση σαν «δημοψήφισμα για τον Καλλικράτη». Πέρα από την άποψη που μπορεί κανείς να έχει για τα παραπάνω, το σίγουρο είναι ότι οι θέσεις αυτές αφορούν τα συμπεράσματα που θα βγουν το βράδυ των εκλογών και μόνο. Μετά τις εκλογές όμως, τι;
Πολλοί ισχυρίζονται ότι μέσα στα στενά πλαίσια που έχει θέσει η κεντρική εξουσία, η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα είναι απλά ο κομπάρσος, που δε θα μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά τη ζωή των πολιτών, οπότε δεν αξίζει να ασχολούμαστε με το ποιος θα εκλεγεί και τι υπόσχεται. Όση δόση αλήθειας και να έχει αυτό όμως, η μορφή αυτή εξουσίας δεν παύει να είναι η πλησιέστερη στον πολίτη και αυτή στην οποία μπορεί να παρέμβει πιο άμεσα. Σε μια περίοδο που η κεντρική εξουσία έχει αποξενωθεί τελείως από την κοινωνία και συνδιαλέγεται μόνο με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της Ελλάδας και του εξωτερικού, η Τοπική Αυτοδιοίκηση οφείλει να δώσει οξυγόνο στις τοπικές κοινωνίες, στο βαθμό που μπορεί να παρέμβει.
Έχουν περάσει οι εποχές που οι μόνες απαιτήσεις που είχε ο πολίτης από την εκάστοτε Δημοτική Αρχή ήταν να διατηρείται η πόλη καθαρή, να κλαδεύονται τα δέντρα στους δρόμους και να εξυπηρετείται από τις δημοτικές υπηρεσίες. Αυτά είναι τα ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ, όποιες δυσκολίες κι αν παρουσιάζονται κατά καιρούς και δε θα έπρεπε να φτάνουμε στο σημείο να συζητιούνται σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Το γεγονός ότι κάποιες από τις παραπάνω υπηρεσίες ο πολίτης του Κιάτου και των χωριών μας τα στερήθηκε για μεγάλα διαστήματα και δικαιολογημένα αγανακτεί, δε σημαίνει ότι αυτά πρέπει να γίνουν το βασικό κριτήριο επιτυχίας μιας μελλοντικής Δημοτικής Αρχής, καθώς αποτελούν απλά δείγματα φυσιολογικής λειτουργίας ενός δήμου που παρέχει τα στοιχειώδη στους πολίτες του.
Το στοίχημα που έχει να κερδίσει ο νικητής των εκλογών του Νοέμβρη είναι η ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Στους δύσκολους καιρούς που ήδη διανύουμε και στους ακόμα χειρότερους που έρχονται, η νέα Δημοτική Αρχή θα πρέπει να παλέψει για να διαμορφώσει όρους που θα δώσουν ανάσες στην τοπική κοινωνία. Ακόμα κι αν η χώρα πάει απ’ το κακό στο χειρότερο, η κρίση θα χτυπήσει λιγότερο αυτούς που θα έχουν δημιουργήσει κάποιες άμυνες για τις τοπικές τους οικονομίες. Και η περιοχή μας έχει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα για να το πετύχει αυτό. Ακολουθούν κάποια παραδείγματα:
• Παραλία: η αναγκαιότητα αναβάθμισης της εικόνας της είναι κάτι που αναγνωρίζουν πλέον σχεδόν όλοι στο Κιάτο και μπορεί να αυξήσει την εισροή χρήματος στην πόλη και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να πάψει να είναι αιχμάλωτη γραφειοκρατικών αγκυλώσεων που προκαλούνται από την εμπλοκή του Λιμενικού Ταμείου. Ο Δήμος πρέπει να διεκδικήσει δυναμικά μια λύση για κάτι που ανήκει πρώτα απ’ όλους στους πολίτες της περιοχής.
• Αλιευτικό καταφύγιο: η σωστή αξιοποίησή του θα μπορούσε να αυξήσει την επισκεψιμότητα της πόλης του Κιάτου. Κάποια μικροπροβλήματα μπορούν εύκολα να ξεπεραστούν. Είναι παράλογο π.χ. τα εκατοντάδες σκάφη που δένουν εδώ κατά τύχη να μη βρίσκουν ούτε τα στοιχειώδη (νερό, ρεύμα κ.ά.)
• Λιμάνι: αν και αποτελεί την κατάρα του Κιάτου, θα μπορούσε κι αυτό να συγκαταλέγεται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα αν αποκτούσε λόγο ύπαρξης, είτε φιλοξενώντας σκάφη αναψυχής, είτε σαν διαμετακομιστικό κέντρο αγροτικών προϊόντων.
• Ορεινή ζώνη: ιδιαίτερου φυσικού κάλλους κομμάτι του νέου δήμου, το οποίο πρέπει να προβληθεί και να αποκτήσει ευκολότερη πρόσβαση, ειδικά η περιοχή του Φενεού.
• Αγροτική παραγωγή: η εύφορη ενδοχώρα του δήμου μας αποτελεί παραδοσιακά πηγή πλούτου και ίσως το σημαντικότερο κρίκο στην οικονομική αλυσίδα της περιοχής, καθώς ο αγροτικός κόσμος των χωριών στηρίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον εμπορικό κόσμο του Κιάτου. Η αγροτική παραγωγή πρέπει να στηριχθεί με κάθε τρόπο, να διερευνηθεί η δυνατότητα πιστοποίησης αγροτικών προϊόντων της περιοχής, προβολής και προώθησης τους.
Τα παραπάνω αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η περιοχή μας δεν είναι και τόσο αδικημένη από τη φυσική της θέση και ότι δυνατότητες ανάπτυξης υπάρχουν. Πέρα από τα φυσικά χαρίσματα όμως, ανάπτυξη μπορούν να φέρουν και ενέργειες που θα έπρεπε να έχουν γίνει από καιρό, όπως η επέκταση του σχεδίου πόλης, που θα δώσει δουλειά σε μια σειρά επαγγελμάτων γύρω από την οικοδομή, η διεκδίκηση και αξιοποίηση της παλιάς σιδηροδρομικής γραμμής, η αξιοποίηση της κληρονομιάς μας, όπως το αρχαίο μας θέατρο, οι αποθήκες ΑΣΟ, το κτίριο Τσίλλερ (τι απέγινε άραγε;) και πολλά άλλα.
Η αναγκαιότητα των αναπτυξιακών έργων εντείνεται από το γεγονός ότι η γενιά που θα βγει στην αγορά εργασίας τα επόμενα χρόνια, θα είναι η γενιά των 500, πλέον, ευρώ. Νέοι δηλαδή, που στην Αθήνα δε θα μπορούν να πληρώσουν ούτε το νοίκι και φυσιολογικά αναμένεται να επιστρέψουν και να αναζητήσουν την τύχη τους εδώ, με την υποστήριξη της οικογένειας. Η ιδιαίτερη πατρίδα τους οφείλει να τους δώσει κάποιες ευκαιρίες, στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό.
Η ανάπτυξη βέβαια δεν είναι εύκολο πράγμα μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια του Μνημονίου και του Καλλικράτη, ο οποίος φορτώνει με πολλά επιπλέον έξοδα τους δήμους, περιθώρια όμως υπάρχουν αν σταματήσουν φαινόμενα του παρελθόντος, όπως:
• Η κατασπατάληση του χρήματος του Δήμου με την πληθώρα των αμειβόμενων αιρετών (400.000€ το χρόνο το κόστος), οι οποίοι μάλιστα αμείβονταν και από τα επαγγέλματα που ασκούσαν.
• Το παράλογο κόστος για διάφορα δημοτικά έργα, πολλές φορές αμφίβολης αναγκαιότητας.
• Ο πολύ μικρός βαθμός απορρόφησης κοινοτικών κονδυλίων.
• Η πραγματοποίηση μεγάλου αριθμού μελετών που μένουν στα «αζήτητα».
Για να επιτευχθούν τα παραπάνω, δεν αρκούν μόνο δηλώσεις περί καλών προθέσεων και εντιμότητας που κάνουν οι υποψήφιοι, αλλά χρειάζεται ένας πραγματικά ΑΝΟΙΧΤΟΣ ΔΗΜΟΣ, που ο πολίτης θα γνωρίζει τι ξοδεύεται, που και με ποιο προσδοκώμενο όφελος, θα έχει λόγο για όλα τα σημαντικά ζητήματα μέσω τακτικών λαϊκών συνελεύσεων και που η κατανομή των θέσεων στη διοίκηση του Δήμου δε θα είναι ανταμοιβή σε πολιτικούς φίλους για την προεκλογική τους στήριξη, αλλά θα βασίζεται σε προσόντα και στην πρόθεση για ανιδιοτελή προσφορά. Δυστυχώς όμως, αυτό δε φαίνεται να εξασφαλίζεται με υποψηφιότητες που έχουν πάρει το «χρίσμα» πίσω από τις κλειστές πόρτες κομματικών γραφείων και με περίεργες «συμφωνίες κυρίων» που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα.
Δημήτρης Ηλιόπουλος