Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Πρό(σ)κληση σε διάλογο


Εφιάλτης πάνω από την πόλη
(Σημείωμα για τον ιστορικό του μέλλοντος)
 
Στους εμπορικούς δρόμους του Κιάτου η εικόνα που βλέπει κανείς σήμερα, καλοκαίρι του 2011, και, πολύ περισσότερο, η κρυμμένη εικόνα πίσω από αυτήν, είναι εφιαλτική. Η φανερή εικόνα: τα λουκέτα, τα κλειστά μαγαζιά, που συνεχώς αυξάνονται ώστε ο αριθμός τους να κοντεύει να εξισωθεί με τα ανοιχτά, τα «ενοικιάζεται» που εδώ και πολλούς μήνες μάταια προσκαλούν νέους ενοικιαστές. Σαν μια επιδημία που απλώνεται γοργά σε όλη την πόλη, σε όλη τη χώρα. Κι από πίσω η κρυμμένη εικόνα: των σπιτιών όπου ζουν επαγγελματίες, πρώην εργαζόμενοι, που έμειναν χωρίς δουλειά, οικογένειες που πένονται, που δεν έχουν να πληρώσουν λογαριασμούς. Και το πιο σπαρακτικό: νέοι χωρίς δουλειά, χωρίς θέση στην κοινωνία, που ψάχνουν για μια οποιαδήποτε απασχόληση, με οποιουσδήποτε όρους και αμοιβή, απόβλητοι χωρίς να έχουν φταίξει σε τίποτα, ήδη κουρασμένοι από μια ζωή που δεν έχουν προλάβει να ζήσουν, χωρίς ελπίδα και χωρίς όνειρα εκτός ίσως από το όνειρο της μετανάστευσης σε κάποια ξένη χώρα. Μια γενιά χαμένη.

Παρόμοια εικόνα στην ύπαιθρο. Αγρότες που, αφού τους εκμαύλισαν και τους κοίμισαν οι κοινοτικές επιδοτήσεις για χρόνια, βρίσκονται εδώ και καιρό μπροστά σε μια ανελέητη πραγματικότητα: συχνά να μη συμφέρει πια η παραγωγή, αφού η αγορά καλύπτεται με φτηνά προϊόντα από το εξωτερικό, από κρέατα μέχρι φρούτα και λαχανικά (αχλάδια από τη Νότιο Αφρική, μούσμουλα από την Ισπανία, σκόρδα από την Κίνα, λεμόνια από την Τουρκία, κρέατα από την Ολλανδία). Δεν είναι λίγες οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις, αυτές που εξακολουθούν να λειτουργούν, που αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο να εγκαταλειφθούν. Ήδη συναντάς εγκαταλειμμένες καλλιέργειες, φρούτα που σαπίζουν στα δέντρα, χωράφια πνιγμένα στ΄αγριόχορτα.


Κι ακόμα: σε όλη τη χώρα κλειστά εργοστάσια, αραχνιασμένα, ολόκληροι κλάδοι να έχουν μετακομίσει σε γειτονικά κράτη, όπου η παραγωγή συμφέρει: το μεροκάματο  εξευτελιστικό, η φορολογία ασήμαντη, οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις ελαστικές ή και ανύπαρκτες. Κάποτε υπήρχαν στη χώρα μας μονάδες μεσαίες μα και μεγάλες σε μια σειρά κλάδους (κλωστοϋφαντουργεία, εργοστάσια παραγωγής ρούχων και υποδημάτων, μονάδες παραγωγής χαρτιού, εργοστάσια μεταλλικών κατασκευών, μηχανουργεία κλπ), που κάλυπταν την εσωτερική ζήτηση και έκαναν και εξαγωγές. Τώρα πολλά εργοστάσια ρημάζουν. Χιλιάδες εργάτες στην ανεργία. Ήδη στην Ελλάδα ο αριθμός των άνεργων ξεπέρασε τον αριθμό των εργαζομένων. Η χώρα ονειρεύεται με ορθάνοιχτα μάτια έναν εφιάλτη χωρίς τέλος.

Κάποιοι, έχοντας προνοήσει ή ευνοηθεί από τη συγκυρία, τα πάνε καλά ή απλώς επιβιώνουν μέσα στην καταιγίδα. Όμως η γενική κατάσταση φαίνεται να είναι αυτή που περιγράφεται πιο πάνω: εφιάλτης δίχως τέλος.

Ποιος φταίει για όλα αυτά; ΟΛΟΙ, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Πρώτα-πρώτα, το σύστημα εξουσίας σε όλα τα επίπεδα και σε όλες τις μορφές, που αλληλοδιαπλέκεται, και πάνω από όλα η πολιτική εξουσία που κυβέρνησε και κυβερνάει η ίδια πάντα, με τη δική μας ψήφο, αυτό τον τόπο. Που εγκλημάτησε, αφήνοντάς τον τόπο να γλιστρήσει στην προσωρινή «ευδαιμονία» μιας χώρας της ελάχιστης παραγωγής και της μέγιστης κατανάλωσης, όπου άνοιγαν χιλιάδες μικρομάγαζα που επιβίωναν με το άφθονο πλαστικό χρήμα των δανεικών, την ώρα που έκλειναν η μια μετά την άλλη οι παραγωγικές μονάδες, μιας χώρας όπου θησαύριζαν και εξακολουθούν να θησαυρίζουν οι αεριτζήδες, οι απατεώνες, οι φοροκλέφτες και γενικώς οι κλέφτες, μιας χώρας που ο λαός της περνούσε γενικώς καλά, και αρκετοί άριστα, με τα δανεικά της σημερινής χρεοκοπίας μας  (αυτά που κάποιοι ισχυρίζονται πως, αν τα μετατρέψουμε σε αγύριστα, θα «σωθούμε»).

Φυσικά, πέρα από το σύστημα εξουσίας, φταίμε όλοι εμείς που βολευτήκαμε σε αυτή την κατάσταση, θαυμάσαμε και κάναμε πρότυπα επιτυχίας τους αετονύχηδες και τους καπάτσους, επιβραβεύσαμε όσους μας κολάκεψαν, και όχι μόνο τους ανεχτήκαμε αλλά και εκμεταλλευτήκαμε, όσοι μπορούσαμε, τα «κονέ» μας για την πάρτη μας, σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας, του περιβάλλοντος, της χώρας γενικά, φτάσαμε στο σημείο μηδέν του πολιτισμού (δείτε τα ήθη που επικρατούν, τη βαρβαρότητα των σχέσεων, τη βία, την εγκληματικότητα, τα βιβλία που διαβάζει, αν διαβάζει, ο μέσος Έλληνας, την ποιότητα της μουσικής που ακούει, περήφανα και ενίοτε στη διαπασών, τα προγράμματα που παρακολουθεί στην τηλεόραση), αρνηθήκαμε να δούμε το μέλλον που ερχόταν σαν μαύρο σύννεφο απειλητικό, τρομερό. Με τα δανεικά, βοηθούσης και της παγκοσμιοποίησης, στείλαμε στην ανεργία χιλιάδες συνέλληνες, ψωνίζοντας προϊόντα «σινιέ» από επώνυμες μάρκες του εξωτερικού, γυρίζοντας την πλάτη και ξαποστέλνοντας στα αζήτητα τα προϊόντα της Ελληνικής γης και του Ελληνικού μόχθου.      

Μπορούμε να κάνουμε κάτι για να τελειώσει κάποτε αυτός ο εφιάλτης;

Θα συνεχίσουμε τη συζήτηση στο επόμενο.