Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Δυο θίασοι – δυο θεατρικές παραστάσεις ντόπιας παραγωγής

Του Κώστα Παππή

Αυτό το καλοκαίρι, στα πλαίσια των Σικυωνίων, ανέλαβαν να μας ταξιδέψουν στο μαγικό χώρο του Θεάτρου οι δυο τοπικοί θίασοι, η Σικυώνια Σκηνή και η θεατρική σκηνή «Σοφία Σπούλου» του πολιτιστικού συλλόγου «Σαν παραμύθι». Μέχρι τη μέρα που γράφτηκε αυτό το κείμενο είχαμε δει δυο έργα, τη «Μήδεια» του Μποστ, από τον πρώτο θίασο, και το έργο «Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο» από τον δεύτερο. Το πρώτο, μια παρωδία της τραγωδίας του Ευριπίδη που «διόρθωσε» ευφυώς ο Μποστ κάνοντάς την περίπου αγνώριστη. Το δεύτερο, μια συντομευμένη θεατρική μεταφορά της ομότιτλης κινηματογραφικής επιτυχίας του Αλέκου Σακελάριου.

Σκοπός μας με αυτό το σημείωμα είναι να παραθέσουμε μερικές δικές μας επισημάνσεις και σκέψεις με αφορμή τις δυο παραστάσεις.

Η πρώτη επισήμανση αφορά την ταυτόχρονη ύπαρξη δυο θεατρικών σκηνών σε ένα Δήμο στο μέγεθος του δικού μας, όπου δεν υπάρχει ούτε ένας κινηματογράφος. Η έλλειψη αναπληρώνεται, μόνο μερικά, όμως, από τις προβολές εξαιρετικών έργων (ένα ανά εβδομάδα) για τους μισούς περίπου μήνες του χρόνου, που πραγματοποιούν μέλη του Copyleft, με πολύ μικρή ανταπόκριση θεατών, όμως. Μήπως ο κ.Δήμαρχος θα έπρεπε να εξετάσει τη δυνατότητα να προβάλλονται, με πρωτοβουλία του Δήμου και μικρό εισιτήριο, κινηματογραφικά έργα σε κανονική, δηλαδή καθημερινή, βάση για όλο το χρόνο;

Για τον «πλουραλισμό» των δυο σκηνών, που, αν όχι τίποτα άλλο, δίνει διπλάσιες ευκαιρίες στους πολίτες του Δήμου μας για μύηση στην τέχνη του θεάτρου και για θεατρική έκφραση θα πρέπει να είμαστε ευτυχείς. Όμως η θεατρική τέχνη είναι μια τέχνη ακριβή. Απαιτεί σημαντικούς πόρους για την κάλυψη των δαπανών του ανεβάσματος κάθε έργου. Είναι οι οικονομικές δυνατότητες του Δήμου και των χορηγών, ιδιαίτερα στις παρούσες συνθήκες, επαρκείς να στηρίξουν δυο θιάσους; Ευχόμαστε η απάντηση να είναι θετική...

Όσοι είδαν τις παραστάσεις των δυο θιάσων θα διαπίστωσαν, ενδεχομένως, κάποιες διαφορές. Απέναντι σε μια σκηνή που ανθεί, τη θεατρική σκηνή «Σοφία Σπούλου» (είδαμε μια εξαιρετικά φροντισμένη παράσταση με ιδιαίτερες απαιτήσεις, της οποίας είχαν προηγηθεί πολύμηνες εξαντλητικές πρόβες και όπου μετρήσαμε 25 (!) ηθοποιούς επί σκηνής), η Σικυώνια Σκηνή έδειχνε κάποια σημάδια κόπωσης: πρόσωπα εμβληματικά του έργου του Μποστ, που περιλαμβάνονταν στο έργο, αλλά και στο πρόγραμμα της παράστασης (ο Πειναλέων, η Ανεργίτσα και η Μαμά Ελλάς) ούτε καν εμφανίστηκαν (προφανώς λόγω αριθμητικής ένδειας των μελών του θιάσου ή χρόνου διαθέσιμου για πρόβες), αν και θα είχαν κάθε λόγο να μας … προβοκάρουν με την εμφάνισή τους επί σκηνής, ιδιαίτερα στη φάση που περνάει η χώρα μας. Αντίθετα, αναφορές που μπορούσαν να βρουν ανταπόκριση σε μικρό μόνο μέρος του σημερινού κοινού (παράδειγμα η αναφορά στο ειδύλλιο του νεαρού Γλύξμπουργκ με γνωστή πρωταγωνίστρια), παρέμειναν στην παράσταση. Από το φόβο μήπως και παραβιαστεί η αρχή της πιστότητας στο κείμενο; Όσο για τα στοιχεία προχειρότητας και οι αστοχίες, αιτία τους πρέπει να είναι το γεγονός ότι οι πρόβες που προηγήθηκαν διήρκεσαν πολύ λίγο χρόνο (μόλις ενάμιση μήνα, όπως πληροφορηθήκαμε). Παρόλα αυτά, η παράσταση (ενός ερασιτεχνικού θιάσου, να μη το ξεχνάμε) δεν απογοήτευσε τελικά τους θεατές. Αυτά σαν γενικό σχόλιο.

Η παράσταση της θεατρικής σκηνής «Σοφία Σπούλου», σε διδασκαλία Τάκη Τσαρσιταλίδη, ευτύχησε, εκτός από τις γενικά ευφυείς σκηνοθετικές λύσεις (δεν λειτούργησαν όλες στον ίδιο βαθμό), να βασιστεί και σε ένα εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό ικανών συντελεστών. Δεν αναφέρομαι μόνο στους ηθοποιούς, που καθοδηγημένοι από έναν ικανότατο σκηνοθέτη («πραγματικός δάσκαλος που μας ανοίγει νέους καλλιτεχνικούς δρόμους έκφρασης», όπως διαβάζουμε στο εξαιρετικά φροντισμένο πρόγραμμα) απογείωσαν σε επαγγελματικά ύψη την παράσταση. Αναφερόμαστε επίσης στους άλλους συντελεστές που συνέβαλαν στην αρτιότητά της. Κάνουμε ιδιαίτερη μνεία στη μουσική επιμέλεια (Αναστασία Καλού), που βασίστηκε κυρίως στη μουσική του Μάνου Χατζηδάκη, στην ενδυματολογία (Στεφανία Κουβαρδά), στη χορογραφία (Τζένη Κούτρη), στα σκηνικά (Αντρέας Καρβουτζής), και στις επιμελήτριες του προγράμματος (Χρυσάνθη Πετροπούλου και Έφη Κουρούβανη), αλλά και στους τεχνικούς της παράστασης και τους άλλους συντελεστές. Από τους ηθοποιούς, στεκόμαστε στο δίδυμο Στέφανος Ρίσκας – Χρήστος Πανούσης που, μαζί με την Κωνσταντίνα Δουβή, σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος της παράστασης και τη διεκπεραίωσαν θαυμάσια. Όμως και στους μικρούς ρόλους οι ηθοποιοί στάθηκαν πολύ ικανοποιητικά, ενώ κάποιοι έλαμψαν με το κωμικό τους ταλέντο (Μαρία Γεωργιάδη, Κωνσταντίνος Μελέτσης, Γιώργος Σκυλλάκος). Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ειδικά τις κοπέλες, μέλη του υπέροχου, πολύχρωμου «χορού» των τσιγγάνων που χόρεψαν, τραγούδησαν, «διάβασαν» τη μοίρα και ενθουσίασαν τους θεατές.

Από την παράσταση δεν έλειψαν, κατά τη γνώμη μας, κάποιες αδυναμίες: οι εκτός κύριας σκηνής σκηνικές λύσεις δεν ήσαν ιδιαίτερα εύστοχες, οι πολλές διακοπές της δράσης λόγω αλλαγής σκηνής είχαν αρνητικό αντίκτυπο στο ρυθμό, ο κυλιόμενος διάδρομος ήταν ίσως περιττός τελικά, τα μικρόφωνα αστοχούσαν. Υπήρξαν και ορισμένα προβλήματα ενημέρωσης και προβολής, τουλάχιστον για την παράσταση στους Καλλιάνους, όπου οι δημότες δεν είχαν ενημερωθεί και συνεπώς οι θεατές ήσαν ελάχιστοι. Ας φροντίζει ο Δήμος (και τα αντίστοιχα Δημοτικά Διαμερίσματα) να μη δημιουργούνται τέτοια προβλήματα – δεν επιτρέπονται, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ο μόχθος των συντελεστών και το κόστος ανεβάσματος κάθε έργου.

Ο σκηνοθέτης της Μήδειας του Μποστ Γιώργος Καρβουτζής, με πολύχρονη παρουσία και προσφορά στην Σικυώνια Σκηνή και στα πολιτιστικά πράγματα του Δήμου, είχε στη διάθεσή του δυο σπουδαία ατού: το κείμενο του Μποστ και μια ηθοποιό, την Σωτηρία Ζήση, το ταλέντο της οποίας θα ζήλευαν πολλές επαγγελματίες ηθοποιοί. Δυστυχώς το πρώτο ατού ήταν καταδικασμένο να πάθει περίπου … αφλογιστία για ένα μεγάλο μέρος των θεατών . Η ειρωνεία είναι ότι το έργο αυτοϋπονομεύεται ως σάτιρα ακριβώς λόγω της αφλογιστίας του που προκαλείται από την άγνοια σωστών ελληνικών του σημερινού κοινού. Ο Μποστ, εκτός από ανελέητη σάτιρα, μέχρι τα όρια του σουρεαλισμού, των νεοελληνικών ηθών, ποιεί τέρατα και σημεία με τη νεοελληνική γλώσσα, σαρκάζοντας τις «ελληνικούρες» που χρησιμοποιούνται είτε από άγνοια είτε για λόγους εντυπωσιασμού, και δημιουργώντας αφορμές για γέλιο μέχρι δακρύων. Όμως αν δεν κατέχεις καλά τη γλώσσα δεν παίρνεις χαμπάρι πού είναι το αστείο. Κοιτάς κάποιους που γελούν και αναρωτιέσαι: «τώρα αυτοί γιατί γελούν;». Οι Έλληνες σήμερα, σε μεγάλο ποσοστό, δυστυχώς, έχουν πάρει διαζύγιο από τη σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας λόγω τρόπου, με τον οποίο τη διδάχτηκαν, και λόγω τηλεόρασης. Έτσι τις ελληνικούρες του Μποστ τις παίρνουν για … κανονικά, δηλαδή σωστά, ελληνικά και οι αφορμές για γέλιο πάνε περίπατο.

Η Σωτηρία Ζήση, μια κωμική ηθοποιός - κλόουν με πολύ μεγάλη εκφραστική γκάμα, πήρε στους ώμους της όλη την παράσταση κυριαρχώντας στη σκηνή, άθελά της σε βάρος των άλλων ηθοποιών. Δεν δίστασε να «εκτεθεί», να «τσαλακωθεί» επί σκηνής, με δάνεια ακόμα και από φτηνό τηλεοπτικό χιούμορ, για να υπηρετήσει σαν μια κακομαθημένη πριγκίπισσα (αλλά με αγροίκους τρόπους καθότι από χώρα βαρβαρική) το δύσκολο κείμενο του Μποστ και για να βγάλει γέλιο, ιδίως εκεί που το κείμενο πάθαινε αφλογιστία για λόγους, για τους οποίους, όπως εξηγήσαμε, δεν φταίει ο Μποστ. Τα πήγε περίφημα – ακόμα κι αν οδήγησε την ερμηνεία της μέχρι και παραπέρα από τα όρια της υπερβολής. Η Σωτηρία Ζήση, το επαναλαμβάνουμε, είναι μια σπουδαία ηθοποιός που θα στεκόταν θαυμάσια σε οποιαδήποτε επαγγελματική σκηνή θεάτρου. Οι άλλοι ρόλοι αποδόθηκαν από τους ερασιτέχνες ηθοποιούς (κάποιοι πρωτοεμφανιζόμενοι) αρκετά έως πολύ ικανοποιητικά (αναφέρουμε ενδεικτικά τη Μαρία Χατζηδουκάκη, τη Χριστίνα Μαρίνη, τη Σοφία Κοντογιάννη, το Λευτέρη Αχμέτη και τον Βλάση Καλογεράκη), ενώ τα σκηνικά (Πάνος Καρακούσης), η μουσική επιμέλεια (Γιώργος Καρβουτζής) και τα κοστούμια (Σωτηρία Ζήση) υπηρέτησαν εύστοχα την παράσταση. Και εδώ, πάντως, δεν έλειψαν, κατά τη γνώμη μας, οι αδυναμίες: τα μικρόφωνα είχαν προβλήματα, κάποια σκηνικά «ευρήματα» δεν είχαν καμία θέση στην παράσταση (π.χ. το φέρετρο μέσα από το οποίο εμφανίζεται ως ... Δράκουλας η Μήδεια), πολλοί θεατές δεν βρήκαν θέση να καθίσουν (απαράδεκτο) και υπήρχαν από κάτω ηχητικές παρεμβολές, για τις οποίες κάποιος έπρεπε να είχε φροντίσει ώστε να αποφευχθούν.

Θα κλείσουμε με μια τελευταία επισήμανση: κατά τη γνώμη μας, η επιλογή από τους σκηνοθέτες και των δυο έργων ίσως να μην ήταν ιδιαίτερα εύστοχη. Η «Μήδεια» του Μπόστ για τους λόγους που εξηγήσαμε. Η «Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο», μεταφορά μιας κινηματογραφικής επιτυχίας χιλιοπαιγμένης στην τηλεόραση, τι θέση μπορεί να έχει ως θεατρική πρόταση στο σημερινό κοινό; Τι θέση, συγκεκριμένα, μπορεί να έχει μια ηθογραφία του 1955, με τους συγκεκριμένους χαρακτήρες και με τις καταστάσεις του έργου, στο κοινό της Ελλάδας του 2011; Και γιατί να επιλεγεί ένα έργο γραμμένο για τον κινηματογράφο, για το οποίο ο θεατρικός σκηνοθέτης είναι αναγκασμένος διαρκώς να βρίσκει θεατρικές λύσεις δύσκολες, και γι αυτό όχι πάντα εγγυημένης ευστοχίας; Και τελικά, πώς δικαιολογείται η επιλογή μιας κωμωδίας για ένα κοινό που έχει βαρεθεί να βλέπει και να ξαναβλέπει την κινηματογραφική επιτυχία στην τηλεόραση, όταν κάθε σκηνή, κάθε ατάκα, είναι αναμενόμενη (άρα παθαίνει, όπως και στην περίπτωση της «Μήδειας», μερική τουλάχιστον κωμική αφλογιστία);

Οι παραπάνω επιφυλάξεις για αδυναμίες τελικά πολύ λιγότερες από τις αναμενόμενες για παραστάσεις ερασιτεχνικών θιάσων, προσφέρονται μόνον ως προβληματισμός και φυσικά δεν διεκδικούν το αλάθητο. Σε κάθε περίπτωση, δεν αναιρούν το γεγονός της πολύ μεγάλης προσφοράς όλων των συντελεστών των παραστάσεων, και μάλιστα σε συχνά ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. θεωρούμε ότι σε αυτούς, αλλά και σε όλους όσους τους στήριξαν, οικονομικά και ηθικά, με πρώτη τη Δημοτική αρχή, οι δημότες οφείλουμε όλοι τα πιο θερμά συγχαρητήρια και τις πιο εγκάρδιες ευχαριστίες.