Όταν μιλάμε για κρίση σήμερα στην Ελλάδα, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε πρώτα απ’ όλα για το δημόσιο χρέος. Αν δεν απαντήσεις σήμερα στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους, δεν μπορείς να απαντήσεις πειστικά σε τίποτε, ούτε στα εργασιακά, ούτε στα μισθολογικά, ούτε στα ασφαλιστικά, ούτε στο ξεπούλημα των πάντων. Κι αυτό γιατί όλα αυτά, αλλά κι αυτά που έρχονται, πηγάζουν από το πρόβλημα του δημόσιου χρέους. Η ίδια η κρίση έχει επικεντρωθεί στην κατάσταση του χρέους. Υπάρχει πρόβλημα με το δημόσιο χρέος ή όλα όσα λέγονται αποτελούν πρόσχημα, μπλόφα ή φόβητρο; Σαφώς και υπάρχει. Η εξυπηρέτηση του δημόσιου δανεισμού έχει φτάσει να αποτελεί το 35% του ΑΕΠ το 2009. Πράγμα που ισοδυναμεί σχεδόν με το σύνολο των μισθών που πληρώνει κάθε χρόνο η ελληνική οικονομία. Ισοδυναμεί με το 140% των δημοσίων εσόδων και σχεδόν με το διπλάσιο των εισπράξεων της χώρας από τις εξαγωγές της. Με μεγάλη δυσκολία θα βρείτε άλλη χώρα στον κόσμο που να έχει φτάσει σ’ αυτό το έσχατο σημείο εξυπηρέτησης του δημόσιου δανεισμού της. Η χώρα εδώ και χρόνια έχει οδηγηθεί σε μια κατάσταση όπου η επιβίωσή της εξαρτάται από το αν και κατά πόσο μπορεί να βρει δάνεια για να εξυπηρετήσει το χρέος της. Την τελευταία δεκαετία η χώρα δανείστηκε κοντά στα 490 δις ευρώ από τα οποία το 97% πήγε στην εξυπηρέτηση παλιότερων δανείων, ενώ μόνο το 3% πήγε στην κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Με άλλα λόγια δανειζόμαστε για να ξεπληρώνουμε παλιότερα χρέη. Τέλος η δυναμική του δημόσιου δανεισμού είναι τέτοια που είναι αδύνατον να αποπληρωθεί ότι κι αν γίνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι την τελευταία δεκαετία η συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους στοίχισε γύρω στα 450 δις ευρώ, δηλαδή τα έσοδα 8 προϋπολογισμών του 2009. Παρόλα αυτά αντί το δημόσιο χρέος να αναχαιτιστεί, να μειωθεί ή τέλος πάντων να σταθεροποιηθεί, αυτό αυξήθηκε κατά 153 δις ευρώ. Με βάση τις προβλέψεις του «μνημονίου» που ψήφισε η κυβέρνηση και με την προϋπόθεση ότι όλοι οι στόχοι που έχουν τεθεί από την «τρόικα» θα επιτευχθούν, το δημόσιο χρέος της χώρας όχι μόνο δεν θα συγκρατηθεί, αλλά θα αυξηθεί σημαντικά και θα φτάσει μετά το τέλος της τριετίας στο 167% του ΑΕΠ, από 125% που είναι σήμερα. Με άλλα λόγια ο λαός και η χώρα ρίχνεται στον καιάδα του ΔΝΤ και της ΕΕ με μόνο σίγουρο αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του δημόσιου χρέους. Ανεξάρτητα από τους σχεδιασμούς της ολιγαρχίας που σίγουρα υπήρξαν και υπάρχουν, το ελληνικό κράτος βρίσκεται υπό καθεστώς δημοσιονομικής χρεωκοπίας εδώ και χρόνια. Απλά συγκαλυπτόταν από το γεγονός ότι μπορούσε να βρει στις διεθνείς αγορές τα νέα δάνεια που χρειαζόταν για να εξυπηρετήσει τα παλιά. Η κατάσταση αυτή έφτασε στα όριά της στις αρχές του 2009. Κι αυτό γιατί μαζί με την κορύφωση της παγκόσμιας κρίσης με το κραχ του φθινόπωρου του 2008 αποκαλύφθηκε η πλήρης αδυναμία του ελληνικού κράτους να αναχρηματοδοτήσει το χρέος του χωρίς να προσφύγει στη διεθνή αγορά ομολόγων. Έτσι τον Ιανουάριο του 2009 η κυβέρνηση Καραμανλή αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα κάλυψης των νέων ομολόγων που εκδίδει για νέο δανεισμό. Οι διεθνείς αγορές μετά το κραχ δεν έδειχναν ενδιαφέρον για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Τότε ήταν που για πρώτη φορά η κυβέρνηση Καραμανλή πετά στα σκουπίδια το δόγμα της «ισχυρής Ελλάδας» που κληρονόμησε από τις κυβερνήσεις Σημίτη και άρχισε ξαφνικά να μιλά για «σοβαρή κρίση», για την «παγκόσμια κρίση που αρχίζει να πλήττει την Ελλάδα», κοκ.
Η αλήθεια, όμως, ήταν ότι η ελληνική οικονομία βρισκόταν ήδη στην τελευταία πράξη του δράματός της. Η κρίση που συντρίβει κυριολεκτικά την ελληνική οικονομία δεν ήρθε ξαφνικά από το εξωτερικό, δεν είναι εισαγόμενη, έστω κι αν έχει πια συνυφανθεί με την κρίση που πλήττει την παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου. Η χώρα οδηγήθηκε συστηματικά στη χρεωκοπία όχι μέσα από κάποια σκοτεινή συνωμοσία, αλλά ως λογικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός πολύ συγκεκριμένου τρόπου εξαρτημένης και παρασιτικής ανάπτυξης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 επιβλήθηκε στη χώρα ένα καταστροφικό μοντέλο «εξωστρεφούς» ανάπτυξης, ανοιχτό στις πιο ασύδοτες και μονοπωλιακές δυνάμεις των διεθνών αγορών. Ανοχύρωτη η χώρα και κλειδωμένη στον αυτόματο πιλότο της ΕΕ, οικοδόμησε μια παρασιτική οικονομία υπηρεσιών που αποτέλεσε και αποτελεί παράδεισο κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο. Η Ελλάδα ενώ αποτελεί το 2,7% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, διαθέτει το χαμηλότερο δείκτη επενδύσεων, μόλις στο 0,3% των συνολικών επενδύσεων στην ευρωζώνης. Αντίθετα τα ιδιωτικά κέρδη που παράγει η οικονομία της Ελλάδας υπερβαίνουν τα 5 % του συνόλου των ιδιωτικών κερδών που παράγει η ευρωζώνη ως σύνολο. Για να στηριχθεί λοιπόν η κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου και να διατηρήσει αυτά τα εξωφρενικά επίπεδα μέσα σε μια χειμαζόμενη οικονομία, στην οποία η αγοραστική δύναμη και η παραγωγική ικανότητα της οικονομίας συμπιέζονταν διαρκώς, χρειάστηκε η εκρηκτική επέκταση του δανεισμού. Και μάλιστα σ’ όλα τα επίπεδα. Έτσι φτάσαμε σήμερα το μέσο νοικοκυριό να χρωστά το 70% του διαθέσιμου εισοδήματός του, οι τράπεζες να έχουν εξωτερικό χρέος που ξεπερνά το 52% του ΑΕΠ της χώρας και το δημόσιο χρέος να βρίσκεται στο 125% του ΑΕΠ της χώρας για το 2009.Η έλευση του ευρώ μαζί με τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν και συνεχίζουν να εφαρμόζονται μετέτρεψαν τη χώρα σε παράδεισο χρηματοπιστωτικής αγυρτείας κυρίως από διεθνείς θεσμικούς επενδυτές και τράπεζες. Ενώ σε συνδυασμό με την απευθείας κρατική τόνωση της πιο απροκάλυπτης κερδοσκοπίας μέσα από την προώθηση επενδύσεων «κοινοτικής επιχορήγησης» και τις γνωστές εργολαβίες των «μεγάλων έργων», η οικονομία της χώρας έχει μεταβληθεί σε προνομιακή σφαίρα τοποθέτησης των πιο κερδοσκοπικών, των πιο παρασιτικών κεφαλαίων διεθνώς. Ποιος ήταν ο κερδισμένος από την είσοδό μας στην ΟΝΕ; Μια μικρή οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που είναι στενότατα συνδεδεμένη με διεθνείς κύκλους τραπεζικής και χρηματιστικής κερδοσκοπίας, η οποία με το ευρώ μπορούσε πια ελεύθερα να μεταφέρει στο εξωτερικό τον πλούτο που λεηλατούσε από τη χώρα και το λαό της. Έτσι στα τέλη του 2009 το σύνολο των κεφαλαίων από κατοίκους της Ελλάδας που βρισκόταν σε κερδοσκοπικές τοποθετήσεις στο εξωτερικό (μετοχές, ομόλογα, παράγωγα, κλπ.) ανερχόταν πάνω από 250 δις ευρώ, όταν το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας για την ίδια χρονιά ανήλθε λίγο πάνω από 298 δις ευρώ. Κι όλα αυτά χωρίς να υπολογίζουμε τις καταθέσεις του εξωτερικού, ή τις λεγόμενες άμεσες επενδύσεις Ελλήνων στο εξωτερικό, ούτε φυσικά τον πλούτο που βρίσκεται κρυμμένος στις αρκετές χιλιάδες υπεράκτιες εταιρείες (offshore), κλπ., ελληνικών συμφερόντων. Όλα αυτά οδήγησαν μεν σε μια πλασματική, εικονική άνοδο του ΑΕΠ, αλλά συνέτριψαν κυριολεκτικά την παραγωγική βάση της χώρας και την αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων. Πράγμα που οδήγησε την ελληνική οικονομία σε μια βαθιά κρίση που την έχει αγκαλιάσει ήδη από το 2001.
Όμως ο πιο κερδισμένος απ’ όλους ήταν φυσικά το διεθνές και κυρίως το ευρωπαϊκό χρηματιστικό κεφάλαιο, το οποίο χάρις στο ευρώ μπόρεσε να μετατρέψει το δημόσιο χρέος της χώρας από πρωτίστως εγχώριο και εκφρασμένο σε δραχμές, σε κυρίαρχα εξωτερικό και εκφρασμένο στο «ισχυρό ευρώ», δηλαδή στο νόμισμα των ευρωπαϊκών τραπεζών. Η δυναμική του δημόσιου χρέους σήμερα είναι τέτοια που δεν μπορεί πια να αποπληρωθεί με κανέναν τρόπο. Αργά η γρήγορα οι ίδιοι οι δανειστές της χώρας με τα διεθνή τους όργανα, το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και την ΕΕ, θα οδηγήσουν την χώρα στην επίσημη πτώχευση. Όχι όμως πριν την ξεζουμίσουν όσο δεν παίρνει άλλο, πριν κερδοσκοπήσουν σε βάρος της, πριν την πουλήσουν και την αγοράσουν αμέτρητες φορές. Το σχέδιο αυτό των αγορών και της ΕΕ ήταν εξαρχής να μην επιτρέψουν στο ελληνικό κράτος με κανένα τρόπο να κηρύξει μονομερώς πτώχευση. Οι δανειστές κρατών, σ’ ολόκληρη την ιστορία των κρατικών χρεοκοπιών, ζουν με έναν βασικό εφιάλτη: την ασυλία που διαθέτει ένα κράτος λόγω της εθνικής του κυριαρχίας. Γι’ αυτό και τα κράτη είναι οι μόνοι οφειλέτες που μπορούν να αρνηθούν τις υποχρεώσεις τους, χωρίς ουσιαστικά οι δανειστές να είναι σε θέση να κάνουν τίποτε. Γι’ αυτό και από τον 19ο αιώνα αποτελεί μόνιμη προσπάθεια των διεθνών δανειστών, αφενός, να εξαναγκάσουν ένα κράτος υπό χρεωκοπία να απεμπολήσει οικιοθελώς την ασυλία του λόγω εθνικής κυριαρχίας και, αφετέρου, να μετατρέψουν τη διαφορά τους σε διακρατική υπόθεση, δηλαδή να πάψει να είναι μια σχέση ιδιώτη-κράτους και να γίνει σχέση διακανονισμού ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη. Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν υπήρχε τίποτε που να την εμπόδιζε τον Οκτώβριο του περασμένου χρόνου να επικαλεστεί την ασυλία της λόγω εθνικής κυριαρχίας και να καλέσει τους δανειστές της σε διαπραγματεύσεις για ρύθμιση του χρέους της. Μια τέτοια κίνηση μπορούσε να γίνει ακόμη και μέσα στα πλαίσια της συνθήκης της Λισαβόνας. Βέβαια στην πράξη θα την οδηγούσε σε ευθεία σύγκρουση με την ΕΕ και θα προκαλούσε σάλο στις διεθνείς αγορές, αλλά θα της έδινε τουλάχιστον τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί με τους δανειστές της. Το σίγουρο είναι ότι μια τέτοια κίνηση δεν θα είχε χειρότερα αποτελέσματα από αυτά που βιώνει σήμερα η χώρα και ο λαός της. Με μια διαφορά. Στην περίπτωση της μονομερούς πτώχευσης της Ελλάδας, οι δανειστές – δηλαδή τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια και οι τράπεζες – θα έχαναν πολλά και το ευρώ θα δεχόταν ανεπανόρθωτα πλήγματα. Ακόμη κι αν βάζανε το λαό και τη χώρα στο γύψο, όπως έχουν κάνει τώρα, η ζημιά θα είχε γίνει. Έτσι επινόησαν και προώθησαν ένα σχέδιο «πτώχευσης-μη πτώχευσης» της χώρας, που αργότερα ονομάστηκε επίσημα «ελεγχόμενη», ή «συντεταγμένη πτώχευση». Τι προέβλεπε το σχέδιο αυτό; Πρώτα απ’ όλα να κυρηχθεί επίσημα η χώρα σε καθεστώς αφερεγγυότητας, δηλαδή σε καθεστώς αδυναμίας προσφυγής στις αγορές υπό καθεστώς διεθνούς επιτήρησης. Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα θα εξαναγκαζόταν να παραιτηθεί οικιοθελώς από την ασυλία που της παρέχει η εθνική της κυριαρχία. Πράγμα που έκανε με την αποδοχή της δανειακής σύμβασης. Κι όχι μόνο αυτό. Με αυτή την δανειακή σύμβαση, που η κυβέρνηση δεν τολμά ούτε καν να την φέρει για επικύρωση στο κοινοβούλιο, παραιτείται από κάθε δικαίωμα έναντι των δανειστών της. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση αθέτησης των όρων της σύμβασης, ολόκληρη η χώρα – δημόσια περιουσία, εθνικό έδαφος, ακόμη και η περιουσία των πολιτών της – τίθεται στη διάθεση των δανειστών. Αποδέχεται επίσης ως δίκαιο διακανονισμού των σχέσεών της με τους δανειστές, το αγγλικό και ως διαιτητικό δικαστήριο το Ευρωπαϊκό. Επιπλέον μετατρέπει τη διαφορά της με τους ιδιώτες δανειστές της – επενδυτικά κεφάλαια και τράπεζες της ΕΕ – σε διακρατική υπόθεση και έτσι δίνει το δικαίωμα στα κράτη των δανειστών της να επέμβουν σε περίπτωση διαφοράς. Στην πράξη με την δανειακή σύμβαση η κυβέρνηση μετατρέπει μια διαφορά με ιδιώτες δανειστές της αγοράς, σε διακρατική υπόθεση. Δηλαδή αναγνωρίζει το δικαίωμα σε κράτη όπως η Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, κοκ να επέμβουν στη χώρα μας για την προστασία των συμφερόντων των δικών τους δανειστών. Πράγμα που ισοδυναμεί με μονομερή αναγνώριση εκ μέρους της χώρας μας του δικαιώματος άσκησης «πολιτικής κανονιοφόρων» σε βάρος της.
Άρθρο του Δημήτρη Καζάκη για την Αντιγραφή: Αντώνης Γιάνναρος