Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Η παραφροσύνη των ελίτ

Εδώ και μήνες «οι αγορές» απαιτούν από χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία ή η Ιρλανδία επιτόκια μέχρι και 10% για να αγοράσουν τα ομόλογά τους. Η αριθμητική ανάπτυξη των οικονομιών αυτών των χωρών –άρα και τα φορολογικά τους έσοδα- είναι πολύ χαμηλότερη, οπότε οι αυξημένοι τόκοι ωθούν το κρατικό χρέος να αυξάνεται ταχύτερα από το ακαθάριστο εθνικό προϊόν.

Επιβεβλημένη υστερία λιτότητας

Συνεπώς μειώστε τις δημόσιες δαπάνες, είναι το αίτημα των ελίτ. Αυτό ακριβώς έκαναν οι κλυδωνιζόμενες χώρες με αποτέλεσμα να μειωθεί ακόμη περισσότερο ο ρυθμός ανάπτυξής τους και ν’ ανέβουν ακόμη περισσότερο τα επιτόκια. Με λίγα λόγια: το παιχνίδι μεταξύ υψηλότερων απαιτήσεων των αγορών και ανόητης αντιμετώπισης των συμπτωμάτων εκ μέρους της πολιτικής τα δημόσια οικονομικά αυτών των χωρών πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο και οδηγούν κατ’ ευθείαν στη χρεωκοπία.


Συνειδητοποιώντας στο παρά πέντε αυτή την εξέλιξη η καγκελάριος Μέρκελ προτείνει να επωμίζονται οι κάτοχοι των κρατικών ομολόγων ένα μέρος του κόστους της διάσωσης. Η πρόταση αυτή δεν άρεσε στις «αγορές» κι ανέβασαν ακόμη περισσότερο τα επιτόκια. Οπότε άρχισε να κινδυνεύει πάλι και το ευρώ και οι πολιτικοί αμέσως υποχώρησαν: Τώρα λένε ότι μόνο όσοι αγοράσουν ομόλογα μετά το 2013 θα συμμετέχουν εάν χρειαστεί στο κόστος μιας κρατικής χρεωκοπίας -κι αυτό μόνο εάν χρειαστεί: ακόμη δεν έχει σχεδιαστεί τίποτε.

Οπότε το παιχνίδι μπορεί να συνεχιστεί και δη ως εξής: μέσω της διπλής φάμπρικας της σπέκουλας με τα ασφάλιστρα κινδύνου και με τα ομόλογα τράπεζες όπως η Goldman Sachs, η J.P. Morgan ή η Deutsche Bank και πολλά κερδοσκοπικά κεφάλαια θα εξακολουθούν να σπρώχνουν τα επιτόκια όλο και ψηλότερα.

Αυτοί οι αλχημιστές των αγορών θα εξακολουθούν να δανείζονται χρήματα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με επιτόκιο 1% και να αγοράζουν με τα χρήματα αυτά ομόλογα, τις αποδόσεις των οποίων ωθούν σε εγκληματικά ύψη. Τα υψηλά επιτόκια που απαιτούν τα ονομάζουν «επιβράβευση ρίσκου», αλλά ρίσκο δεν υπάρχει. Όταν έρθει η ώρα να ζητήσουν τα λεφτά τους πίσω, απαιτούν να τα εισπράξουν στο ακέραιο. Πληρώνονται πανάκριβα για ένα ρίσκο που είναι μηδενικό.

Συμπέρασμα: Όλα αυτά που εξοικονομούν τα χρεωμένα κράτη χάρη στις βαριές θυσίες των εργαζομένων και των επιχειρήσεών τους ρέουν εν είδει χαρτζιλικιού στις τσέπες των κερδοσκόπων. Και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνεται διαρκώς.

Εάν έψαχνε κανείς μια πραγματική συστημική λύση, θα ξεκινούσε από τα επιτόκια. Θα τα οριοθετούσε σύμφωνα με τον «χρυσό κανόνα» της οικονομικής θεωρίας των μεσοπρόθεσμων αναπτυξιακών μεγεθών και δη εξαιτίας του υψηλού χρέους λίγο χαμηλότερα -δηλαδή γύρω στο 2%. Ταυτόχρονα θα έκανε το παν για να συσφίξει την ευρωπαϊκή συνεργασία και να εμποδίσει τις εγωιστικές εθνικές στρατηγικές.

Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο

Αυτά τα δύο θα μπορούσαν να επιτευχθούν ως εξής: Μετατρέποντας τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, που δημιουργήθηκε τον Μάιο και προικοδοτήθηκε με 750 δισεκατομμύρια ευρώ, σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΝΤ) που θα διέθετε τα κονδύλια των κεντρικών τραπεζών. Η ΕΚΤ και το ΕΝΤ θα εγγυώνται το δημόσιο χρέος του συνόλου των χωρών της Ευρωζώνης. Οπότε δεν θα υπήρχε λόγος για επιβράβευση του ρίσκου. Επιπλέον οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης θα ήταν σταθερές -κι όχι μέγεθος εξαρτώμενο από τα κέφια των «αγορών».

Τα ομόλογα που θα εκδίδονται υπ’ αυτές τις συνθήκες, εάν δεν βρίσκουν ιδιώτες αγοραστές, θα τα αγοράζει το ΕΝΤ. Ωστόσο τα ομόλογα θα βρίσκουν πάντοτε αρκετούς ενδιαφερόμενους, καθώς τεράστια κεφάλαια είναι σε μόνιμη αναζήτηση σίγουρων τρόπων επένδυσης.

Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έσπαγε ο φαύλος κύκλος από τα αστρονομικά επιτόκια, τη συρρίκνωση της ανάπτυξης, το αυξανόμενο χρέος και τα ακόμη πιο αστρονομικά επιτόκια. Ταυτόχρονα η συνοχή της Ευρωζώνης θα ενισχυόταν και τα επιτόκια των ομολόγων θα μειώνονταν.

Κάτι τέτοιο προσπαθεί να πετύχει η αμερικανική κεντρική τράπεζα με την πολιτική της όταν αγοράζει αφειδώς ομόλογα: αναλαμβάνει τα ρίσκα και δίνει ρευστότητα στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Στόχος της είναι να μειώσει το κόστος δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά και να αποτρέψει τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού.

Στην Ευρώπη την πολιτική αυτή τη λοιδορούν ως «τύπωμα χρήματος» και την καταγγέλλουν ως επικίνδυνη να πυροδοτήσει τον πληθωρισμό -απόδειξη για το πόσο επηρεάζεται η σημερινή συζήτηση από τις εμπειρίες της δεκαετίας του 1920. Μόνο που αυτό δεν έχει καμία σχέση με το σήμερα, οπότε η ζήτηση υποχωρεί και οι τιμές πέφτουν.

Δεν ηρεμούν οι αγορές

Αντί να πάρουν την πρωτοβουλία, οι ελίτ προτιμούν να παρακολουθούν την αύξηση των επιτοκίων και να ελπίζουν ότι οι «αγορές» θα ηρεμήσουν εάν η Ελλάδα, η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία ενταχθούν στον μηχανισμό διάσωσης. Το γεγονός ότι το πρόβλημα απλά μετατίθεται στο μέλλον, επειδή τα επιτόκια που απαιτούν οι «αγορές» είναι αβάστακτα, δεν θέλουν να το αντιληφθούν.

Κι αυτό επειδή αυτό που δεν μπορεί να γίνει "δεν επιτρέπεται να γίνει", σύμφωνα με την αντίληψή τους. Μετά από 30 χρόνια κηρυγμάτων οι ελίτ πιστεύουν τυφλά στις αγορές. Πιστεύουν ότι υπάρχει ένα «αόρατο χέρι», που ακριβώς όπως ο θεός φροντίζει πάντα για το βέλτιστο αποτέλεσμα. Οι μανιοκαταθλιπτικές αναταράξεις των επιτοκίων, των συναλλαγματικών ισοτιμιών, των τιμών των πρώτων υλών και των μετοχών εκλαμβάνονται ως θέσφατο -και κατά βάθος ως κάτι όχι πολύ κακό.

Κι όμως υπάρχει λύση. Αν πάρει κανείς ως βάση τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας και χρησιμοποιήσει το «σύστημα πολιτική» για να σταθεροποιήσει τα επιτόκια, τις ισοτιμίες, τις τιμές των πρώτων υλών. Τότε τα επιτόκια θα αντικατόπτριζαν τον ρυθμό ανάπτυξης, οι ισοτιμίες την αγοραστική ικανότητα.

Σε έναν τέτοιο κόσμο -όπως στις δεκαετίες του 1950 και του 1960- θα επικρατούσε πάλι περισσότερη ασφάλεια για τις επενδύσεις, τη χρηματοδότηση, το εξαγωγικό εμπόριο. Θα γινόταν το θαύμα και θα επιστρέφαμε στην πραγματική οικονομία.

Αντ’ αυτού σήμερα μιλάμε για το «οικονομικό θαύμα» των χρηματαγορών. Με την ευλογία του «αόρατου χεριού» οι αλχημιστές κάνουν το διπλό θαύμα: με συνεχώς ταχύτερες κερδοσκοπικές κινήσεις αναταράσσουν τις σημαντικότερες αξίες, όπως τις ισοτιμίες, τα επιτόκια, τις τιμές των μετοχών και των πρώτων υλών, και ταυτόχρονα ασφαλίζονται έναντι των αναταράξεων που προκαλούν μέσω των παραγώγων πάσης φύσεως. Κι έτσι και αλλιώς κερδίζουν. Πώς να μην προσεύχονται λοιπόν στη... σοφία των αγορών.

(Άρθρο της γερμανικής εφημερίδας "Die Tageszeitung", που μεταφράστηκε και αναδημοσιεύτηκε από την εφημερίδα Αυγή, στις 27/11/2010)