Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010
Λεβεντιά ετών 88
Βραχάτι, 5 Δεκεμβρίου 2010, βιβλιοπωλείο Μπιτσάκου, ώρα 14:00 το μεσημέρι.
Τον κοιτάζω στα 10 περίπου μέτρα. Αγέρωχος και δυναμικός, όρθιος μιλά με πάθος, κάνοντας χειρονομίες και χρωματίζοντας τη φωνή του με τρόπο που θα ζήλευαν οι πλέον επιτηδευμένοι πολιτικοί. Είχαν προηγηθεί 2 περίπου ώρες μάλλον βαρετές, οι οποίες οπωσδήποτε θα έπαιξαν το ρόλο τους.
Ο κόσμος είχε μαζευτεί στο βιβλιοπωλείο από τις 10:30. Όλοι ήθελαν να είναι εκεί και η σύνθεση των ακροατών είχε αρκετό ενδιαφέρον. Άλλωστε ποιοί δεν θα θελαν να είναι εκεί; Απέναντί τους στεκόταν ο Μανώλης ο Γλέζος κι όχι κάποιος άγνωστος. Ένας άνθρωπος με μεγάλη ηλικία και ακόμη μεγαλύτερη ιστορία. Και όλοι θα θελαν να ήταν εκεί. Απλοί μη πολιτικοποιημένοι πολίτες, μέλη αριστερών και «αριστερών» νεολαίων και παρατάξεων, τοπικοί παράγοντες και διοικούντες και παραλίγο δήμαρχοι, κάποιοι που αποφάσισαν και αυτοαποκαλούνται αριστεροί και κάποιοι που είχαν συμμετάσχει στο Πολυτεχνείο. Όχι το γνωστό Πολυτεχνείο μα σε μια σχολική γιορτή είχαν πει ένα ποίημα σαν ήταν παιδιά. Όλοι ήταν εκεί. Αριστεροί πρώην, νυν και μελλοντικοί αλλά και άνθρωποι ουδέτεροι, που άφησαν την όποια πολιτική τους ταυτότητα στο σπίτι. Και ανάμεσα σε αυτό το μωσαϊκό όλοι μας προσπαθούσαμε ενδόμυχα να κατατάξουμε τους εαυτούς μας…
Η είσοδος στο χώρο με ξένισε. Ένας πάγκος με αντίτυπα των δύο τόμων του βιβλίου του Μανώλη του Γλέζου και κάμποσος κόσμος τριγύρω. Πολλοί αγόραζαν και διάολε αυτό ήταν κομματάκι ενοχλητικό…Αν όντως είσαι τόσο «κοντά» στο Γλέζο, τότε θα ‘πρεπε να χες διαβάσει και τους δύο τόμους μέσα στα 6 (αν δε κάνω λάθος) χρόνια που κυκλοφορούν… Δεν πειράζει…τουλάχιστον το βιβλίο πουλούσε και μακάρι να μην έγινε μόνο για να αποσπαστεί μια υπογραφή του συγγραφέα στις πρώτες σελίδες. Μακάρι τώρα κάποιοι να το διαβάζουν.
Εκεί, στην ουρά που περίμενε ο κόσμος για μια αφιέρωση από το Μανώλη, αντίκρισα έναν άγνωστο νέο. Ήμουν εκτός του οπτικού του πεδίου και έτσι τον «επεξεργάστηκα» δίχως δισταγμό. Απλά ντυμένος, δίχως την αγωνία να φωνάξει τις πολιτικο-ιδεολογικές του πεποιθήσεις, κρατούσε τους δύο τόμους στο χέρι. Ο κόκκινος τόμος, ο δεύτερος, ήταν καλά κρυμμένος πίσω απ τον πρώτο. Ο μπλε όμως ήταν ξεκάθαρα φθαρμένος. Τόσο φθαρμένος και διαβασμένος που αποκλείεται να βρισκόταν στον πάγκο με τα υπόλοιπα αντίτυπα λίγη ώρα πριν. Ξαφνικά ανατρίχιασα. Έμεινα καρφωμένος και κοιτούσα τον νεαρό με θαυμασμό και ντροπή συγχρόνως, γιατί κάποτε δανείστηκα δύο ίδιους τόμους και τους διάβασα, αλλά ποτέ δεν τους αγόρασα. Και με αυτή την εικόνα του αμίλητου και χαμηλού προφίλ νεαρού, του πιο αυθεντικού στα μάτια μου ακροατή του Μανώλη του Γλέζου, στάθηκα στην πίσω και πλαϊνή μεριά της αίθουσας, μέχρι να αρχίσει η ομιλία.
Η συνέχεια ήταν λίγο καλύτερη από την εικόνα της ουράς για τα αυτόγραφα. Βαρετοί και ολίγον υπερβολικά κολακευτικοί μονόλογοι που τραβούσαν αρκετά και κούραζαν περισσότερο, έκαναν αρκετούς από τους ακροατές να βγουν για τσιγάρο. Όση ώρα μιλούσαν οι σεβαστοί ομιλητές, δημοσιογράφοι και εκδότες, παρατηρούσα το Μανώλη. Μου ήταν αδύνατον να πιστέψω ότι τον είχα απέναντί μου. Όχι, καμία σχέση με μυθικές διαστάσεις και ανατριχίλα. Απλώς έβλεπα ένα ζωντανό τμήμα της σύγχρονης ιστορίας και ήταν αδιανόητο να συνειδητοποιήσω ότι στεκόταν τόσο καλά, τόσο ζωντανά μετά από τόσα χρόνια… Και ήταν εκεί αφοσιωμένος και συγκεντρωμένος. Καθισμένος στην άκρη του τραπεζιού, είχε σκύψει το κεφάλι προς τα εμπρός, προσπαθώντας να μη χάσει ούτε λέξη απ όσα λέγονταν, δείγμα ανθρώπου που δε νιώθει γερασμένος.
Ήρθε λοιπόν και η σειρά του να μιλήσει. Και οι μάλλον μέτριες δύο ώρες που προηγήθηκαν ενέτειναν την αντίθεση. Σηκώθηκε όρθιος, παραμέρισε το μικρόφωνο και με μια φωνή σταθερή, ήρεμη και ζωντανή άρχισε να μιλά. Μίλησε λιγότερο από όλους και ελάχιστα για το βιβλίο του. Και μάλλον έκανε καλά, καθώς είναι τόσο πολλά αυτά που μπορείς να πεις για ένα τέτοιο έργο, που μάλλον ο χρόνος δε θα έφτανε. Προτίμησε να μιλήσει για τον πόλεμο, για την αντίσταση, για τους ήρωες που δεν ασπάζεται…Για την οπτική που βλέπει τα πράγματα και πως εξακολουθεί να βλέπει τη ζωή ενεργητικά κι όχι παθητικά. «Θα γράψω την αυτοβιογραφία μου όταν γεράσω» είπε με χιούμορ και προσπάθησε να μας δείξει με ποιο τρόπο αναζητά την αλήθεια μέσα απ τα μάτια των τρίτων. Απαντούσε με χιούμορ και οξυδέρκεια στα σχόλια των κυρίως αδιάβαστων ακροατών, έκανε έντονες και ζωηρές χειρονομίες, έβγαλε το σακάκι επειδή «ανάβει όταν συζητά για τέτοια θέματα». Ακύρωσε τεχνηέντως και ευγενικά τα υπερβολικά σχόλια των συνομιλητών του για το πρόσωπό του και με χαμόγελο και μάτια που έλαμπαν, επέβαλε με τον τρόπο του την ησυχία μέσα στην αίθουσα.
Γέμισε το χώρο με απλές λέξεις και απλούστερες σκέψεις, κυρίευσε τους συνομιλητές του και εμάς και στο τέλος φρόντισε σαν γνήσιος αριστερός να σπείρει την αμφισβήτηση: «Θέλω να φύγετε από δω και να μην πάρετε τίποτα από όσα είπα σαν δεδομένα. Θέλω να πάτε σπίτια σας και να διαφωνήσετε. Και θα χαρώ αν μου στείλετε μια επιστολή και να λέτε Κύριε Μανώλη δε συμφωνώ με όσα λέτε! Αν είστε δημιουργικοί, δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε».
Δύσκολο να περιγράψεις το συναίσθημα μετά από μια τέτοια ομιλία. Ο θαυμασμός είναι αυτονόητος. Το ρίγος μάλλον δε ταιριάζει στην περίπτωση αυτή. Ρίγος νιώθεις σαν αντικρίζεις κάποιον ανώτερο, που στέκει «ψηλά» και τον παρακολουθείς αμέτοχος. Ο Μανώλης ο Γλέζος όμως δεν στεκόταν ψηλά. Κατάφερε με έναν μοναδικό τρόπο να επικρατήσει μια οικειότητα, μια αμεσότητα στο χώρο. Δεν ήταν πλέον ένα πρόσωπο που γνωρίσαμε απ τα βιβλία της ιστορίας, αλλά ίσος με όποιον τον άκουσε προσεκτικά: έφερε εαυτόν στο ίδιο επίπεδο, για να γίνει πιο άμεσος. Και μίλησε με λόγια που όλοι μας έχουμε χρησιμοποιήσει… Και ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του. Δεν είναι μέρος και μέλος κανενός συστήματος. Είναι ένα άγριο ζώο, που δεν τιθασεύεται. Και ταυτόχρονα είναι ένας από μας. Ένας απλός άνθρωπος που συνδυάζει με μοναδικό τρόπο τον αγώνα και τη δράση, με την θεωρία και τη σκέψη. Μα πάνω απ όλα είναι ένας βαθιά πνευματικός άνθρωπος, με ιδέες και λέξεις να πηγάζουν μέσα απ την ψυχή του κι όχι από μια απομνημονευτική διαδικασία. Κι αυτές οι ιδέες «βγαίνουν» απ’ όλη την πορεία του…
Με άλλα λόγια είναι αυθεντικός...
Θύμιος Τσιλιμπάρης