Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Ταυτότητα και Καταναλωτισμός


«Δυστυχής! Παρηγορία
Μόνη σου έμενε να λές
Περασμένα μεγαλεία,
Και διηγώντας τα να κλαίς.»
« ΎΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ» , ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ. LIBRO

Η 5η στροφή απο τον Εθνικό μας Ύμνο εκφράζει διάχυτα το αίσθημα της απώλειας και του επερχόμενου θρήνου για την απώλεια αυτή. Ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε το πρώτο του ποίημα το 1823, το Μάιο. Μέρος του ποιήματος αυτού καθιερώθηκε ως ο Εθνικός μας Ύμνος το 1864. Κεντρική ιδέα του ποιήματος, που αποτελείται απο 158 στροφές στο σύνολό του, είναι η Ελευθερία. Ο Σολωμός την προσωποποιεί, της δίνει σάρκα και οστά και την εξομοιώνει με την έννοια του να είσαι Έλληνας.
Σχεδόν δύο αιώνες μετά καλούμαστε να « δυστυχήσουμε» και να «κλάψουμε» για την απώλεια μίας «ελευθερίας», πολύ διαφορετικής απο αυτή που εννοούσε και εξυμνούσε ο Σολωμός 187 χρόνια πριν. Εν έτει 2010 η έννοια της ελευθερίας αποτελεί, εν μέρει τουλάχιστον, συνώνυμο της ευμάρειας. Με το πέρασμα των χρόνων γαλουχηθήκαμε μέσα σ’ ένα κλίμα χειμαρρώδους καταναλωτισμού. Το Δυτικό καπιταλιστικό σύστημα φάνταζε για εμάς τους Έλληνες μάνα εξ ουρανού, το βάλσαμο για τις κακουχίες και τις στερήσεις τόσων χρόνων που κουβαλάγαμε στην εξουθενωμένη πλάτη μας. Τέρμα οι στερήσεις, τέρμα τ’ απωθημένα, τέρμα η μιζέρια και η αίσθηση μειονεξίας απέναντι στους άλλους δυτικούς λαούς. Φτάσαμε επιτέλους στο σημείο να μπορούμε να κατ-έχουμε και εμείς (και να καταβροχθίζουμε) σωρεία υλικών αγαθών και υπηρεσιών ψυχαγωγίας. Ο καθένας είναι ‘ελεύθερος’, ή έστω ήταν μέχρι προ τινος, να καταναλώνει κατά βούληση προϊόντα και υπηρεσίες,   να εξ-αγοράζει θέσεις εργασίας, συν-ανθρώπους, συν-ειδήσεις και όνειρα. Αλίμονο! Καταφέραμε επιτυχώς να ‘έχουμε’ και μαζί με αυτό καταλήξαμε επιτυχώς να ‘είμαστε’, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, απο αυτά που έχουμε.
Εν μέσω της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας, έχουμε μείνει όλοι αποσβολωμένοι και μουδιασμένοι, ενίοτε και εξοργισμένοι, μπροστά στην απειλή να χάσουμε τα κεκτημένα, τα υλικά και τα άυλα κεκτημένα. Απο ‘ δω και πέρα δε θα έχουμε την ελευθερία να καταναλώνουμε κατά βούληση ό,τι και όποιον θεωρούμε απαραίτητο για να χτίζουμε μία όσο το δυνατόν πιο ευάρεστη εικόνα εαυτού για εμάς και τους γύρω. Παρά ταύτα η επίρριψη ευθυνών θαρρώ πως είναι μια διαδικασία, αναγκαία μεν, προσωπική δε. Είναι στο χέρι του καθενός μας ν’ αποφασίσει ‘τις πταίει’ και φτάσαμε έως εδώ. Και είναι στην ευχέρεια του ατόμου να αναλογιστεί που έγκεινται οι προσωπικές και συλλογικές ευθύνες για το κατάντημά μας.
Το φαινόμενο του υπερ-καταναλωτισμού έχει συμβάλλει δίχως αμφιβολία στη δυσχέρεια της οικονομικής κατάστασης στην οποία έχει επέλθει η χώρα, χωρίς ν’ αποτελεί όμως το μοναδικό αίτιο της κρίσης. Το φαινόμενο της γενιάς των 700 ευρώ που κατανάλωνε όμως τα διπλάσια, αν όχι περισσότερα,  με τη βοήθεια δανείων πάσης φύσεως, είναι το κεντρικό θέμα συζήτησης των ημερών σε όλα τα δημοσιογραφικά μέσα. Σίγουρα  μια γερή δόση αυτοκριτικής κρίνεται αναγκαία έστω και σε τούτη την ύστατη ώρα. Το θέμα όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι η καλλιέργεια του αισθήματος της ενοχής, λ.χ. «καλά ζούσαμε με δανεικά, τώρα ήρθε η ώρα να τα πληρώσουμε (ακριβά)». Μια τέτοια στάση στα πράγματα δεν είναι μόνο μονομερής (δεν εκμεταλλεύτηκαν το σύστημα όλοι), είναι και επιβλαβής καθώς προτάσσει μόνο την έννοια μιας επιφανειακής  τιμωρίας. Αυτό που χρειάζεται εν αντιθέσει είναι μία ουσιαστική (και κατά πολύ καθυστερημένη)  συνέτιση και επι-μόρφωση που θα μπορούσε να οδηγήσει στη καθολική πάταξη του συνδρόμου του κακομαθημένου παιδιού που διέπει τον Έλληνα.
Με τον όρο ‘σύνδρομο του κακομαθημένου παιδού’ αναφέρομαι στην τάση του Έλληνα να πράττει με βάση, και να κυριεύεται μόνο από, τα ‘θέλω’ του, χωρίς μέτρο λογικής και χωρίς καμμία εγκράτεια. Εν μέρει, η αέναη επιθυμία για συσσώρευση αγαθών πάσης φύσεως έρχεται για να καλύψει φαινομενικά πρακτικές ελλείψεις, αλλά ουσιαστικά ένα βαθύτερο εσωτερικό κενό. Η ταυτότητα και η κοινωνική θέση του Νεο-Έλληνα διαμορφώνεται κυρίως με βάση το επάγγελμα που κάνει, τα ρούχα που φοράει, το αυτοκίνητο που οδηγεί, τα μέρη στα οποία τρώει και πίνει ποτό και στις διακοπές που επιλέγει κάθε καλοκαίρι. Όσο πιο υπερ-τιμημένα αυτά τα αγαθά λοιπόν, και όσο πιο ‘χλιδάτες’ οι υπηρεσίες που επιλέγουμε, τόσο πιο ‘σεβαστοί’ γινόμαστε απο τους άλλους και κυρίως απο τον ίδιο μας τον εαυτό. Εν όψει της κρίσης η δυνατότητα διατήρησης μίας τέτοιας εικόνας του εαυτού μας κρίνεται πλέον σχεδόν αδύνατη. Χειρότερα δε, με την απώλεια των υλικών αγαθών που μέχρι χθές προσδιόριζαν το «ποιοί είμαστε» καταλήγουμε αιωρούμενοι στο απόλυτο κενό, δίχως ταυτότητα, σαν άνθρωπος δίχως πρόσωπο.
Η απώλεια των εσόδων ή ακόμα και της δουλειάς μας, συνεπάγεται καταστροφικές συνέπειες για το αίσθημα αυτο-εκτίμησης, αυτο-πεποίθησης και αυτο-σεβασμού μας. Απο το άκρο της μανίας να υπερ-καταναλώνουμε, φτάνουμε στο άκρο της αδυναμίας να επιβιώνουμε. Συνεπώς η ψευδαίσθηση της ψυχικής ισορροπίας και ολοκλήρωσης που προερχόταν απο την αλόγιστη κατάχρηση υλικών αγαθών και υπηρεσιών ψυχαγωγίας κατακρημνίζεται. Και όπως η επόμενη μέρα μετά τη βραδυνή θεομηνία αποκαλύπτει το εύρος των καταστροφών, έτσι και τώρα η απώλεια της ευμάρειας μάς φέρνει αντιμέτωπους με μια πιο ρεαλιστική εκδοχή του εαυτού μας. Ερχόμαστε αναγκαστικά αντιμέτωποι, τώρα όσο ποτέ άλλοτε, με τις αδυναμίες του χαρακτήρα μας, τις οποιεσδήποτε πνευματικές-μορφωτικές ελλείψεις που τόσα χρόνια ελπίζαμε πως καλύπταμε κάτω απο επώνυμες μάρκες ρούχων και αξεσουάρ.
Επιπλέον και κατά ένα μεγάλο μέρος η κατοχή υλικών αγαθών εξυπηρετούσε στην ανάγκη μας για διαφοροποίηση απο τον άλλο. Ο μοναδικός τρόπος να ξεχωρίσουμε απο το γείτονα είναι να έχουμε πιο μοντέρνο σπίτι και πιο μεγάλο αυτοκίνητο. Η (οικονομική) αδυναμία να συντηρήσουμε αυτή τη διαφοροποιημένη εικόνα μας, έχει ως αποτέλεσμα την αίσθηση της ακύρωσης της ταυτότητάς μας, όπως τη προσδιορίζαμε μέχρι τώρα. Μπροστά σε μία τέτοια εκδοχή κυριευόμαστε από φόβο και δέος καθώς ούτε γνωρίζουμε πώς αλλιώς να προσδιορίσουμε τον εαυτό μας, αν όχι μέσα απο αυτά που κατέχουμε (εμείς και όχι ο γείτονας), ούτε και αντέχουμε να χάσουμε την κοινωνική μας υπόσταση.
Επομένως η οικονομική κρίση μας οδηγεί σφόδρα και χωρίς έλεος σε μία κρίση ταυτότητας που απειλεί όχι μόνο την εικόνα που με τόσο κόπο χτίσαμε προς τη διαφοροποίησή μας απο τους άλλους,  ακόμα χειρότερα η απειλή απλώνει τα πλοκάμια της και μέσα στην ίδια μας την οικογένεια και τις στενές διαπροσωπικές μας σχέσεις. Για παράδειγμα η  εικόνα του άντρα που αποτελούσε πρότυπο συζύγου και πατέρα, όχι για το ποιός είναι, αλλά για όλα αυτά τα υλικά αγαθά που ‘μπορούσε’ να παρέχει σε σύζυγο και παιδιά, τώρα γκρεμίζεται συθέμελα. Οι δυσκολίες των καιρών απαιτούν οικονομική πειθαρχία και ο άλλοτε γενναιόδωρος άντρας φαντάζει τώρα και κατακρίνεται ως ο αποτυχημένος ανθρωπάκος που τίποτα δεν είναι ικανός να προσφέρει.  Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας αλλαγής στο ρόλο του άντρα στην οικογένεια, είναι τεράστιες και πολυ-ποίκιλες. Οι διαπληκτισμοί, οι διαφωνίες, ο πόλεμος ευθυνών αποτελούν μόνο το πρώτο στάδιο αποσύνθεσης της οικογένειας. Τα σεξουαλικά προβλήματα στο ζευγάρι αλλά και η αποστασιοποίηση απο το γονεϊκό ρόλο έρχονται να προστεθούν στις ήδη διαταραγμένες ισορροπίες. Η αίσθηση της πλήρους αποτυχίας, η αγωνία, η κατάθλιψη, ο θυμός ακολουθούν και τελικά συμβάλλουν σε μια πιθανή ριζική ανατροπή των δεδομένων στη ζωή του ζευγαριού και της οικογένειας. Σε πολλές βέβαια περιπτώσεις τα προβλήματα και οι ευαίσθητες ισορροπίες προ-υπήρχαν, αλλά μέσω της προσκόλλησης σε επιδερμικές απολαύσεις και καταναλωτικές ενασχολήσεις,  καταφέρναμε εν μέρει να τις κουκουλώσουμε. Η νέα τάξη πραγμάτων απαιτεί να επιδείξουμε τη δύναμη που έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε τα μελανά σημεία της σχέσης, του γάμου, ή της οικογένειας, κατά μέτωπο και με αφολπιστική ειλικρίνεια προς εαυτόν και προς τους άλλους. 
Η κατάρρευση ενός μοντέλου ζωής που βασιζόταν στα υλικά αγαθά μας φέρνει αντιμέτωπους με την ουσία της ίδιας μας της ύπαρξης. Και μπορεί, όπως προ-αναφέρθηκε, ο καταναλωτισμός να μην είναι ο αποκλειστικός παράγοντας που συντέλεσε στην οικονομική μας κρίση, αλλά ο επαναπροσδιορισμός των αξιών με βάση τις οποίες πορευόμαστε, θα μας βοηθήσει ν’ αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες που προ-μηνύονται με περισσότερη δύναμη και σοφία. Ένα πρώτο βήμα αφορά στην σωστή αξιολόγηση των αναγκών μας. Σε αυτό το σημείο ελλοχεύει ο κίνδυνος να θεωρήσουμε πως η φράση ‘σωστή αξιολόγηση αναγκών’ αποτελεί μια πιο ευγενική έκδοση της έννοιας της ‘στέρησης’. Είναι σαφές πως αν έχουμε μάθει να καταναλώνουμε απερίσκεπτα η αναγκαία και αναπόφευκτη περικοπή δαπανών θα οδηγήσει στο αίσθημα της στέρησης. Η ουσία της αλλαγής νοοτροπίας όμως όσον αφορά στον καταναλωτισμό έγκειται στην ικανότητά μας να διαχωρίσουμε τις πραγματικές απο τις επίπλαστες ανάγκες μας. Στο οικογενειακό περιβάλλον μας για παράδειγμα δεν οφελεί ν’ αρνηθούμε στο παιδί μας ένα καινούριο παιχνίδι, ή την αγορά ενός πιο μοντέρνου κινητού, επειδή αδυνατούμε οικονομικά να προβούμε σε τέτοια έξοδα. Αντιθέτως θα ήταν ωφέλιμο να προσπαθήσουμε να καλλιεργήσουμε στο παιδί μία πιο κριτική στάση απέναντι στη τάση για καταναλωτισμό και άρα μια αίσθηση αυτάρκειας. Επιπλέον μην ξεχνάμε πως τα παιδιά μαθαίνουν και παραδειγματίζονται μέσα απο την οικογένειά τους οπότε ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται οι γονείς με τα υλικά αγαθά και ο τρόπος που τα χρησιμοποιούν, λ.χ. γιατί εξυπηρετούν πραγματικές ανάγκες, ή γιατί καλύπτουν συναισθηματικά κενά, είναι συνήθως και ο τρόπος που θα υιοθετήσουν αργότερα και αυτά.
Σε ένα πολύ σημαντικό ποσοστό η αίσθηση της απώλειας και της στέρησης, που πηγάζει απο την οικονομική κρίση που βιώνουμε, βασίζονται στην ψευδαίσθηση πως δε θα μπορούμε να καταναλώνουμε προϊόντα και υπηρεσίες που μας είναι απαραίτητα. Άρα οριοθετόντας τι μας είναι ρεαλιστικά απαραίτητο καταφέρνουμε ν’αποδεσμευθούμε απο ένα μεγάλο ποσοστό άγχους και ανασφάλειας. Ταυτόχρονα όσο περισότερο καλλιεργούμε το πνεύμα μας λ.χ. μέσα απο το διάβασμα, τις συζητήσεις με τους γύρω μας, την άσκηση στοχασμού, τόσο περισσότερο συρρικνώνουμε επίπλαστες και επιφανειακές ανάγκες που οδηγούν σε αλλόγιστο καταναλωτισμό άχρηστων προϊόντων και ιδεών.
Εν τέλει όσο ζοφερό κι αν δια-φαίνεται το οικονομικό μέλλον της χώρας, η δυσμενής θέση στην οποία φτάσαμε σταδιακά και την οποία συνειδητοποιήσαμε εν μια νυκτί, μπορεί ν’ αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία, αφενός ν’απεγκλωβιστούμε  απο τη πνευματική μας λήθη  και αφετέρου ν’ αποτινάξουμε  τα δεσμά ενός υπέρμετρου καταναλωτισμού που κατατρώγει την ουσία της ύπαρξης αφήνοντας πίσω του τίποτα παραπάνω απο ένα ανώνυμο κουφάρι τυλιγμένο με επώνυμο μανδύα.

Ειρήνη Γαρούφη