Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ τι σημαίνουν οι παρακάτω φράσεις;

ΕΧΕΤΕ ΑΝΑΡΩΤΗΘΕΙ ΠΟΤΕ ΤΙ  ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΦΡΑΣΕΙΣ:

Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά
Αλά μπουρνέζικα
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο
Κάποιος φούρνος θα γκρέμισε
Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει
Βγήκε ασπροπρόσωπος
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του Μπογιατζή ο κόπανος
Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του
Σιγά τον πολυέλαιο!
Τον έπιασαν στα πράσα
Σήκωσε δικό του μπαϊράκι
Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου
Απ’ έξω κι ανακατωτά (απ’ την καλή και την ανάποδη)
Tης πουτάνας το κάγκελο
Αλλουνού παπά ευαγγέλιο

Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά
Οι Βυζαντινοί ήταν άφταστοι στο να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες. Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή. Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή… ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί.
Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.


Αλά μπουρνέζικα
Όταν μας μιλάει κάποιος και θέλουμε να του πούμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι μας λέει, τότε του λέμε πως μιλάει…αλά μποuρνέζικα.
Πολλοί νομίζουν, πως είναι μια λέξη (αλαμπουρνέζικα). Είναι όμως δύο. Όπως το «αλά γαλλικά».
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιο τόπο ή και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει. Είναι σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ’ ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.

Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο
Την λίμνη των Ιωαννίνων ανέκαθεν τη δούλευαν οι ψαράδες της περιοχής για τα νόστιμα ψάρια της (σήμερα τα πιο πολλά χρήματα τούς τα δίνουν οι βάτραχοι της λίμνης, γιατί τους εξάγουν στο εξωτερικό). Στην εποχή, όμως, που κυβερνούσε τα Γιάννενα ο Αλί Πασάς, είχε μπει φόρος ένα γρόσι στην κάθε οκά στα ψάρια και στα χέλια, που θα ψαρευόντουσαν μέσα στη λίμνη. Εκείνος που δε θα πλήρωνε, θα έχανε τα ψάρια του, που του τα έπαιρναν οι φοροεισπράκτορες του Αλί Πασά.
Αλλά φτωχοί καθώς ήταν όλοι τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην πληρώσουν το φόρο, αλλά οι άνθρωποι του Αλί τους παρακολουθούσαν και τους έπαιρναν ό,τι είχαν όλη τη νύχτα τραβήξει. Ένας γερο-θυμόσοφος όμως ψαράς, βλέποντας το βίος του να καταστρέφεται και αντικρίζοντας τα ψάρια τους, που τα φόρτωναν οι στρατιώτες του Αλί Πασά, είπε: «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», για να μείνει από τότε και να λέγεται σήμερα όταν θέλουμε να καταδείξουμε είτε την ακόρεστη πείνα, είτε τον ανεκπλήρωτο πόθο, το απλησίαστο.

Κάποιος φούρνος θα γκρέμισε
Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους…φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι «το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά «τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του.
Είναι γνωστό και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη με τον Άγγλο φιλέλληνα Κνόου. Ο τελευταίος, που μιλούσε αρκετά καλά τη γλώσσα μας και θαύμαζε το Γέρο για την τόλμη και την εξυπνάδα του, τον ρώτησε κάποτε, αν το χωριό που γεννήθηκε ήταν μεγάλο.
- Όχι και τόσο, αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης. Δεν πιστεύω να έχει παραπάνω από εκατό φούρνους…
Ο Άγγλος, που δεν ήξερε ότι με το «φούρνος» εννοούσε «σπίτι», τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
- Και δεν είσαι ευχαριστημένος, στρατηγέ; τον ρώτησε. Εμένα το δικό μου χωριό δεν έχει περισσότερους από δυο φούρνους!
- Βρε τον κακομοίρη! είπε τότε ο Κολοκοτρώνης. Και πώς ζεις σε τέτοια μοναξιά; Όταν λοιπόν στα χωριά αυτά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε», εννοώντας ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι του γκρέμιζε, χανόταν.
Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρέμισε», ή «Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε» που τη λέμε σήμερα, άγνωστο γιατί, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.
 
Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει
Ανάμεσα στα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός (λέγεται ότι με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει και άλογο).
Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον…δανείσει!
Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το ‘βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους.
Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ’ ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.
- Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο προεστός του χωριού. Όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσια είναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί».
 
Βγήκε ασπροπρόσωπος
Ένας Οθωμανός στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει. Βρήκε, λοιπόν έναν συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει.
Την άλλη μέρα, όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας βρήκε την ευκαιρία και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα φυλάει.  Όταν με τον καιρό επέστρεψε ο γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα» γιαούρτι και το πήγε στο φίλο του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως αυτό το γιαούρτι είναι, ότι έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα.
Τούτο δε έγινε, όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον κάνει καλά. Τα δε άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι ο Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα.
Αλλά, όταν τον άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε, που πήρε την «τσανάκα» με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το σπίτι του. Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα.
Όταν κάποιος άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: «Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος».
Αυτή είναι μια από τις επικρατέστερες εκδοχές, απ’ την οποία έμεινε η φράση «βγήκε ασπροπρόσωπος», που την λέμε σήμερα, όταν κάποιος βγαίνει αλώβητος από μια δοκιμασία, μια δύσκολη περιπέτεια, ένα μπλέξιμο. Λέμε επίσης και «τον έβγαλε ασπροπρόσωπο», εννοώντας πως κάποιος δικαιώνει κάποιον άλλον που πίστεψε σ’ αυτόν.
 
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του Μπογιατζή ο κόπανος
Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός φοροεισπράκτορας, που γύριζε στα διάφορα σπίτια των Χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Οι Έλληνες, μόνο που τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα.
Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους.
Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες.
Ο Αλβανός, όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι, πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα, για να φαίνονται χρυσές και τον ξαπόστελναν. Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση «Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος», που τη λέμε συνήθως για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από τον Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανό του.
 
Σιγά τον πολυέλαιο!
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στ’ Ανάκτορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του ‘21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές κάθε ελληνικής εκδήλωσης.
Το κέφι, λοιπόν, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντάς το προς τα πάνω.
Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες. Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον!».
Μια δεύτερη εκδοχή δίνει την εξής προέλευση: Σε πολλά μοναστήρια και εκκλησίες της πατρίδας μας, επικρατεί ακόμα και σήμερα η συνήθεια, στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία, αφού ανάψει ο καντηλανάφτης τους πολυέλαιους, να τους κινεί, τον ένα από την Ανατολή στη Δύση και τον άλλο από Βορρά προς Νότο, έτσι που να σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Έτσι παρουσιάζεται με περισσότερη λαμπρότητα ο διάκοσμος της εκκλησίας. Αν, όμως, η κίνηση δεν ήταν ομαλή και κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα, του έλεγαν: «Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβήσουν τα φώτα».
Κατ’ άλλους, η λέξη πολυέλαιος γράφεται με έψιλον και όχι με άλφα γιώτα, γιατί τον πολυέλαιο τον ανάβουν στην εκκλησία, όταν ψάλλεται ο ψαλμός του Δαυίδ, ο γνωστός ως «πολυέλεος», που τα εδάφια του έχουν σαν επωδό το «ότι εις τον αιώνα, το έλεος αυτού».
Η φράση αυτή έμεινε μέχρι σήμερα, με απαξιωτική έννοια όμως. Την λέμε δηλαδή όταν θέλουμε να υποβαθμίσουμε και να απαξιώσουμε κάτι, που δεν θεωρούμε τόσο σημαντικό, όσο παρουσιάζεται.
 
Τον έπιασαν στα πράσα
Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά. Η αστυνομία τούς κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των Αθηνών κατοικούσε ο παπά-Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι.
Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα. Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε οπό τον ύπνο του. Του φάνηκε πως είδε στο περιβόλι του κάποια σκιά, που κινούταν ύποπτα μέσο στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα κει και μ’ ένα πήδημα γράπωσε από τον σβέρκο -ποιον άλλον;- τον περίφημο Καρρά, που τον παρέδωσε στην αστυνομία. Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί.
Απ’ αυτό το γεγονός προέκυψε και η φράση «τον έπιασαν στα πράσα», που σημαίνει επ’ αυτοφόρω σύλληψη.
 
Σήκωσε δικό του μπαϊράκι
«Μπαϊράκι» στα τούρκικα σημαίνει «σημαία» (bayrak) και πιο συγκεκριμένα, μικρή σημαία ή λάβαρο. Τα μπαϊράκια κατά την περίοδο της Επανάστασης, χρησιμοποιούνταν ως διακριτικά των αντάρτικων ομάδων των Κλεφτών και των Αρματολών. Οι περισσότεροι αγωνιστές είχαν δική τους σημαία, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Διάκος κ.ά.
Συχνά, ανάμεσα στους Αρματολούς του 1821, συνέβαιναν πολλά επεισόδια, παρεξηγήσεις και παραστρατήματα, που κατέληγαν, τις περισσότερες φορές, σ’ ένα θανάσιμο μίσος μεταξύ τους. Οι διαφορές τους αυτές προέρχονταν κυρίως από το ποιος θ’ αναλάμβανε το «καπετανιλίκι». Δηλαδή, ποιος θα γινόταν αρχηγός στις διάφορες αντάρτικες ομάδες των βουνών, όταν «χήρευε» καμιά θέση. Φυσικά, οι παλιοί Αρματολοί, που είχαν ψηθεί στη φωτιά του μπαρουτιού, αδιαφορούσαν για κάτι τέτοια κι έμεναν μακριά από τους καβγάδες. Αλλά οι νεότεροι, που ήθελαν να δείξουν τις ικανότητές τους, επιζητούσαν με κάθε τρόπο να γίνουν αρχηγοί.
Έριχναν, λοιπόν, κλήρo μεταξύ τους και εκείνος που κέρδιζε, γινόταν αρχηγός της μιας ή της άλλης ομάδας. Αυτοί που έχαναν, όμως, δεν έμεναν διόλου ευχαριστημένοι. Έτσι άρχιζαν να βάζουν διαβολές σε βάρος του καινούριου «καπετάνιου» και πολλές φορές κατόρθωναν, με τον τρόπο αυτό, να πάρουν με το μέρος τους ορισμένα παλικάρια και να σηκώσουν δικό τους «μπαϊράκι».
Δηλαδή, οι αποστάτες έκαναν δική τους ομάδα και ύψωναν σημαία δική τους. Το μπαϊράκι αυτό (λεγόταν και φλάμπουρο), σήκωνε ο θεωρούμενος πιο γενναίος της ομάδας, που ονομάζονταν μπαϊρακτάρης ή φλαμπουριάρης. Η ιδιότητα αυτή μάλιστα, με τον καιρό μετεξελίχθηκε και σε οικογενειακό επώνυμο (π.χ. ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, γνωστός για την δράση του εναντίων των Κουτσαβάκηδων).
Από τότε έμεινε η φράση: «Σήκωσε δικό του μπαϊράκι», που τη λέμε για κάποιον που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα, για κάποιον που εκφράζει ενστάσεις και αυτονομείται.
Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται και η έκφραση «Σήκωσε μπαντιέρα», η οποία παντιέρα είναι η σημαία στα ιταλικά (bandiera). 

Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης.
Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους.
Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη.
Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.
Οι Κρητικοί άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!».
Έτσι προέκυψε και η αντίστοιχη παροιμιώδης φράση, η οποία υποδηλώνει μια κατάσταση, συνήθως ανεπιθύμητη, η οποία παραμένει αμετάβλητη.
 
Απ’ έξω κι ανακατωτά (απ’ την καλή και την ανάποδη)
Τον Σεπτέμβριο του 1155, σ’ ένα μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης συνέβησαν τέτοια έκτροπα, που ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Εμμανουήλ Κομνηνός, διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές ποινές εκείνης της εποχής. Έτσι, πολλοί τυφλώθηκαν, άλλοι εξορίστηκαν και άλλοι ρίχτηκαν στα φοβερά κελιά των φυλακών του Επταπυργίου. Οι τελευταίοι, πέραν του εγκλεισμού τους στην φυλακή, είχαν υποβληθεί και σε μια επιπλέον πρωτότυπη τιμωρία-μαρτύριο: Κάθε μέρα, ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν, φωναχτά, είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο!
Οι φύλακες δεν τους άφηναν να πάρουν ανάσα και ουαί κι αλίμονο αν οι τιμωρημένοι σταματούσαν τις προσευχές και τους ψαλμούς, έστω και για ένα λεπτό. Οι προσευχές διαβάζονταν μέσα από μεγάλα και χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν οι προσευχές τελείωναν, αντί οι φυλακισμένοι να αρχίσουν το βιβλίο από την αρχή, ήταν υποχρεωμένοι να τις διαβάσουν απ’ το τέλος προς την αρχή. Δηλαδή ανάποδα.
Απ’ αυτό το περίεργο γεγονός προέκυψαν και οι παροιμιώδεις φράσεις «του τα ‘ψαλα απ’ την καλή και την ανάποδη» και «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά»*, που σημαίνει σήμερα «γνωρίζω κάτι πολύ καλά», γιατί οι τιμωρημένοι έφτασαν στο σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές, να τις μαθαίνουν από έξω κι ανακατωτά.
* Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η φράση «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά», προέρχεται από την εκπαιδευτική διδασκαλία στα σχολεία του Βυζαντίου: Οι δάσκαλοι για να διαπιστώσουν αν οι μαθητές γνώριζαν καλά το αλφάβητο απ’ έξω και δεν το «παπαγάλιζαν» απλά, τους έδειχναν τα γράμματα ανακατεμένα και τους ζητούσαν να τα πουν.
 
Tης πουτάνας το κάγκελο
Με την φράση «της πουτάνας το κάγκελο», εννοούμε έναν μεγάλο συνωστισμό, κοσμοσυρροή, φασαρία και κατά περίπτωση και ταλαιπωρία. Είναι συνώνυμη του «έγινε χαμός».
Η προέλευση της φράσης, ανάγεται στην περίοδο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ερχόντουσαν αρκετά συχνά, συμμαχικά πολεμικά πλοία και αγκυροβολούσαν ανοιχτά από την παραλία του Νέου Φαλήρου (κάτι που συνέβαινε και μετά τη λήξη του).
Ο ερχομός των στόλων ήταν «δώρο Θεού» για τις «κοινές» γυναίκες, οι οποίες μαθαίνοντας τον ερχομό τους μαζευόντουσαν στην ξύλινη εξέδρα του Φαλήρου, και μάλιστα στα κάγκελα της δεξιάς πλευράς (προς τον εξερχόμενο) που έβλεπαν προς την Ακρόπολη, στα οποία και ανέμεναν τους επίδοξους πελάτες τους (δηλαδή τους ναύτες). Εκεί, η κάθε πόρνη είχε και το δικό της κάγκελο, πάνω στο οποίο ακουμπούσε και έγραφε το όνομά της, έως που να έρθουν οι ναύτες. Οι γονείς που τύχαινε να βρίσκονται εκεί με τα παιδιά τους, απέτρεπαν την οποιαδήποτε παραμονή εκεί χαρακτηρίζοντας το χώρο ως «της πουτάνας το κάγκελο». Από αυτό το γεγονός έμεινε η παροιμιώδης φράση «της πουτάνας το κάγκελο».
Σατιρικά, η φράση αναφέρεται και σε αρχαΐζουσα γλώσσα ως «της επί χρήμασιν εκδιδομένης το σιδηρούν κιγκλίδωμα», ενώ η οικονομική πνοή που έφερναν οι συμμαχικοί στόλοι στην Τρούμπα και στα «μαγαζιά με γυναίκες» του Πειραιά, αποτέλεσε θέμα της γνωστής παλιάς ελληνικής ταινίας «Καλώς ήρθε το δολάριο».
 
Αλλουνού παπά ευαγγέλιο
Αυτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία.
Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ’ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό.
Ο παπάς όμως, στο δικό του ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει.
Εδώ όμως, στο ξένο ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος.
Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας να λέει το ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου.
Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε, «Τί μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό ευαγγέλιο!…».
«Εμ, τι να κάνω;», απάντησε αυτός, που κατάλαβε το λάθος του και προσπάθησε να το «μπαλώσει» όπως όπως.
«Αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο…».
Από τότε έμεινε αυτή η παροιμιώδης φράση, με την οποία εννοούμε ότι κάτι είναι άσχετο με κάτι άλλο, ή ότι κάποιος είναι αναρμόδιος για κάποιο θέμα.